Σαν σήμερα, πριν από 63 χρόνια, λίγο προτού οι Γερμανοί αποχωρήσουν από την Ελλάδα, αποφάσισαν να κάνουν μια τελευταία γυροβολιά στα μέρη της Χαλκιδικής. Το σκεφτήκαν από δω, το σκεφτήκαν από κει. "Πρέπει να κάνουμε κάτι για να θυμούνται αυτοί οι αγροίκοι την Άρια φυλή μας". Έτσι λοιπόν τα τάγματα που υπήρχαν στην ευρύτερη περιοχή του Πολυγύρου, των Μουδανιών και του Παλιουρίου μαζευτήκαν στο πρώτο πόδι για να επιδείξουν την πυγμή του ναζιστικού καθεστώτος. Βρέθηκαν όμως με ένα ερωτηματικό. "Εντάξει, είπαν, αποφασίσαμε να μαζέψουμε και να καθαρίσουμε μερικούς. Αλλά ποιούς; Ποιός θα μας δώσει πληροφορίες;" Και η απάντηση βρέθηκε γρήγορα. "Μα οι Έλληνες φίλοι μας". Μπήκαν λοιπόν οι κουκούλες και άρχισε το παιδομάζωμα. Πιάσανε κόσμο από το Κασσανδρινό, την Άφυτο, τη Βάλτα, το Μάλτεπε. Τους πήγανε γρήγορα, γρήγορα στο ρέμα της Βάλτας. Μέσα σ΄όλους αυτούς κι ένας 19άρης βοσκός, ο οποίος έβλεπε εδώ και δύο χρόνια να μεγαλώνει γλυκά ο γιός του. Το καταλάβαινε ότι δεν θα προλάβαινε να τον δει να γίνεται τρανός. Το ένιωθε ότι η ζωή του θα κοβόταν αυτό το φλεβαριάτικο πρωινό.
Τους στήσανε όλους σε μια σειρά. Η κουκούλα είχε κάνει καλά τη δουλειά της και καθότανε στην άκρη να ξεκουραστεί. Απέναντί τους οι ηττημένοι πλέον κατακτητές. Ξημέρωμα ήταν. Είχε πολύ υγρασία μέσα στο λάκκο. Τρυπούσε το κόκκαλο. Το μυαλό όμως καθάριο και ήσυχο. Στο χωριό επικρατούσε μια βουβή αναστάτωση. Τα γυναικόπαιδα ήδη θρηνούσαν στα σπίτια τους.
Η πρώτη ριπή ακούστηκε εκκωφαντική μέσα στο λάκκο. Τα κορμιά έπεσαν λαβωμένα. Όλα; Όχι όλα. Ο 19άρης έμεινε όρθιος. "Δεν θα ξεμπερδέψετε έτσι εύκολα μαζί μου", σκέφτηκε. Δεύτερη ριπή σκίζει τον αέρα. Ο νέος έπεσε στα γόνατα. Παρέμενε εκεί σταθερός και καταματωμένος. Ο Γερμανός επικεφαλής αξιωματικός βγάζει το πιστόλι και σημαδεύει κατακούτελα. "Γιόκα μου...". Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη του. Πέταξε το πουλάκι μου.
Ο αξιωματικός βρίζοντας δίνει εντολή στους στρατιώτες να πετάξουν τα πτώματα στο ρέμα. Αυτοί συνηθισμένοι σε τέτοιες δουλειές, εκτελούν με συνέπεια τη διαταγή. Η κουκούλα άφωνη από το θέαμα, σηκώνεται και με βαριά βήματα επιστρέφει στο χωριό. Καθήκον εξετελέσθη.
Τα χρόνια περάσαν. Η κουκούλα έγινε νομοταγής και ευυπόληπτος πολίτης. Περιουσία έκανε, τιμές δέχθηκε, σύνταξη παρέλαβε. Ονομάστηκε και μια πλατεία στο χωριό "πλατεία Γράμμου-Βίτσι". Ο καιρός μια είχε τις καλές του, μια τις μαύρες του. Ώσπου εκεί, κάπου στη αρχή της δεκαετίας του '80 έπιασε μεγάλο μπουρίνι. Και το ρέμα κατέβασε πολύ νερό. Και αποκαλύφθηκαν τα απομεινάρια των παλικαριών. Τότε ο γιος του νέου απαίτησε μαζί με άλλους έναν ελάχιστο φόρο τιμής για τους αδικοχαμένους. Η πολιτεία δεν μπορούσε να πει όχι, παρά τις αντιρρήσεις της.
Έτσι κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, μαζευόμαστε για να τιμήσουμε τη μνήμη αυτών. Κάθε χρόνο είμαστε λιγότεροι. Αλλά ποτέ δεν θα είναι κανένας. Πάντα κάποιος θα υπάρχει που θα θυμάται.
Αχ ρε παππού...
8 σχόλια:
Ένα πολιτικό μνημόσυνο.
Συγκλονιστικό και "όμορφα" γραμμένο
Δεν ξέρω τι να γράψω...
Ένα κούνημα του κεφαλιού, χωρίς πολλές κουβέντες κι από μένα.
Φέρνω το χέρι στην καρδιά, σκύβω το κεφάλι και θυμάμαι το δικό μου παππού που, τότε, γλύτωσε...
Οπως διάβαζα τη συγκλονιστική μαρτυρία σου, μου γεννήθηκε το ερώτημα "τι να έγινε η κουκούλα" αλλά βιάστηκες να κάνεις τη (γνωστή) αποκάλυψη...
Δε θα μείνω στο ευχολόγιο "μακάρι να μη ξαναϋπάρξουν κουκούλες" γιατί η πρότασή μου είναι να κάνουμε κι εμείς μερικά πράγματα γι αυτό: Να αποκαλύπτουμε τον κάθε επικίνδυνο ΠΡΙΝ φτάσουμε σε κατάσταση που τις δημιουργεί.
Να είσαι καλά και να θυμάσαι :-)
(και να θυμόμαστε)
Σας ευχαριστώ όλους.
ενα απο τα ιδια η δικη μου μαμα δεν τον ειδε ποτε ηταν ακομη στην κοιλια τι αδικο στα 45 πηγε να τον βρει
Δημοσίευση σχολίου