12 Νοεμβρίου 2013

Πολιτική αφέλεια;



Κάθε φορά που ο μικρός μου γιος με παίρνει τηλέφωνο ο διάλογος είναι συγκεκριμένος:
«Μπαμπά, μπαμπά….»
«Τι είναι αγόρι μου;»
«Μπαμπά, ιιιιιιιιιιιιιιιιι!»
Μόνο εγώ μπορώ να μεταφράσω αυτή την φρασούλα. Ξέρω ότι μου λέει ένα υπέροχο σ’ αγαπώ. Ξέρω επίσης ότι οι πολλοί αδυνατούν να καταλάβουν το μήνυμα του παιδιού. Έτσι ακριβώς όπως και στην κοινωνία. Πολλά μηνύματα εκπέμπονται, λίγα είναι αυτά που καταρχάς μπορούν να μεταφραστούν και κατόπιν να κατανοηθούν. Ζούμε στην εποχή της κρίσης σαν χαμένοι στη μετάφραση.

Είναι αναμφισβήτητο πια, ότι δεν υπάρχει ομαλή διέξοδος από την κρίση. Όποιος το υπερασπίζεται πλέον αυτό, το πιο πιθανό και το λιγότερο επώδυνο είναι,  να είναι αφελής μπροστά στην έκταση της πραγματικότητας. Δεν μπορεί να βρεθεί εύκολη λύση για τη χώρα και τις ανάγκες της. Το ζήτημα πια δεν είναι αυτό.
Σε κάθε κρίση πάντα υπάρχουν κάποιοι που πληρώνουν το μάρμαρο. Το στοίχημα για τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις είναι το ποιος πληρώνει την κρίση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, εκ διαμέτρου αντίθετο με ότι συνέβηκε στη χώρα μας, είναι η αντιμετώπιση της υπερέκθεσης των βρετανικών τραπεζών στα αμερικάνικα subprime δάνεια από την κυβέρνηση του – κατά των εγχώριων επαναστατών – νεοφιλελεύθερου Gordon Brown. Ο Brown προχώρησε σε εθνικοποιήσεις τραπεζών και ανακεφαλαιοποίηση με μεγάλο τίμημα να πληρώνεται από τους τραπεζίτες. Στη χώρα μας το μάρμαρο πληρώνεται από τα ελάσσονα και αδύναμα στρώματα της κοινωνίας.
Η εφαρμογή της εσωτερικής υποτίμησης, παρά του ότι διαφημιζόταν ως η μοναδική λύση σε ένα νομισματικό περιφερειακό ολοκλήρωμα, μπορεί να έδωσε δείκτες σε θετική κατεύθυνση αλλά δημιούργησε ανθρωπιστική κρίση, τεράστιο παραγωγικό κενό, υστέρηση καινοτομίας και τεχνολογίας, brain drain. Αύξησε την ανταγωνιστικότητα μόνο στο επίπεδο των μισθολογικού κόστους (wage-based competitiveness), ενώ οποιοσδήποτε άλλος διαρθρωτικός ή τεχνολογικός εκσυγχρονισμός που θα λειτουργούσε προσθετικά στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας συντρίφτηκε ανάμεσα στην αδιαθεσία του πολιτικού συστήματος και στα πελατειακά δίκτυα. Λάτρεις της ακινησίας και οι «μνημονιακοί» και οι «αντιμνημονιακοί».
Σε αυτήν την κατάσταση αναπτύσσεται και προσπαθεί να πάρει σάρκα και οστά ένας ιδιότυπος συναινετικός κεντρισμός. Ένας σουρεαλιστικός μεταρρυθμιστικός οργασμός που έχει πάψει να αναγνωρίζει τις κοινωνικές συγκρούσεις ως υπαρκτές και φυσικά δεν τις αναγνωρίζει και ως κινητήριους μοχλούς για την κίνηση της κοινωνίας. Εθελοτυφλεί μπροστά στην επανατοποθέτηση των οικονομικών συμφερόντων για τη νομή του δημόσιου χρήματος – όσο υπάρχει αυτό. Αδιαφορεί για την πραγματική εμβάθυνση της δημοκρατίας που στηρίζεται στην εκπόνηση διαφορετικών πολιτικών σχεδίων για τη δόμηση της κοινωνίας. Εξορίζει στην μεταφυσική τον αγώνα για την εξουσία και την ηγεμονία.
Αυτή η μεταρρυθμιστική «σούπα» - που εκτείνεται από τη ΔΡΑΣΗ μέχρι τη ΔΗΜΑΡ περνώντας από το αναπόφευκτο ΠΑΣΟΚ – στερεοποιείται σε κάποιους κοινούς τόπους:
Α) Αποδοχή της αναγκαιότητας των μεταρρυθμίσεων. Φυσικά χωρίς καμία εξειδίκευση, χωρίς επεξεργασία για την κοινωνική αποδοχή, χωρίς – κυρίως – την ένταξη της μεταρρύθμισης σε ένα ευρύτερο πολιτικό σχέδιο. Γιατί η μεταρρύθμιση ως εργαλείο, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ιδεολογική πλατφόρμα και χάνει την χρήσιμη εργαλειακότητά της. Ακόμη και το περίφημο ρεφορμιστικό αριστερό κίνημα ενέτασσε τη μεταρρύθμιση σε ένα ευρύτερο πολιτικό σχέδιο για τη δόμηση της κοινωνίας. Στην σημερινή εποχή, αυτή η «σούπα» ξεπερνάει υπαρκτές διαχωριστικές γραμμές ταυτίζοντας πολλές φορές (αφελώς?) την αναγκαία μεταρρυθμιστική προοπτική της χώρας με τη δεξιά ατζέντα του Σαμαρά.
Β) Αποδοχή των καταναγκασμών και των πιέσεων του διεθνούς πλαισίου της παγκοσμιοποιημένης αγοράς χωρίς καμία κριτική διάθεση. Στη λογική του «αφού έτσι είναι τι να κάνουμε» δεν εισάγεται στην συζήτηση καθόλου το θέμα του πολιτικού ελέγχου ή των ρυθμίσεων στις παγκόσμιες ροές του κεφαλαίου. Κάτι που - όσο κι ακούγεται παράξενο είναι υπαρκτό – το θέτουν με σαφήνεια οικονομολόγοι και πολιτικοί από όλο το φάσμα.
Γ) Σαφής επιλογή υπέρ του ιδιωτικού – επιχειρηματικού και πλήρης ταύτιση με τη θεωρία των «αποτελεσματικών αγορών». Η κρίση δεν δίδαξε σε κανέναν από αυτούς που υπερασπίζονται αυτή τη θεώρηση ότι οι αγορές εξακολουθούν να διαμορφώνονται από κατεστημένα συμφέροντα, οι παίκτες δεν είναι πάντα ορθολογικοί, ότι οι αγορές δεν αυτοδιορθώνονται, ότι η απασχόληση δεν αποκαθίσταται αυτομάτως και ότι ένας απορυθμισμένος καπιταλισμός απούσας κυβέρνησης διαλύει τον κοινωνικό ιστό και τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης. Μπορεί οι αγορές να συμβαδίζουν με το δημόσιο συμφέρον, αλλά δεν είναι δυνατό να ταυτίζονται αυτομάτως μαζί του. Από την χρήσιμη όσο και αναγκαία κριτική απέναντι στον κρατικό καπιταλισμό δεν μπορούμε να περάσουμε απνευστί στην πλήρη φιλελευθεροποίηση της αγοράς.
Δ) Δεν υπάρχουν δεξιές και αριστερές απαντήσεις για τα ερωτήματα που επιτακτικά μας βάζει η κρίση. Αυτή η αντίληψη φτάνει μέχρι το να ειπωθεί ότι δεν υπάρχουν αριστερές και δεξιές λύσεις για την ανεργία. Κι έτσι φτάνουμε σε μια άρνηση του δυισμού της νεωτερικότητας. Απορρίπτεται με αυτό τον τρόπο η μάχη των σοσιαλιστών για το τέλος της εκμετάλλευσης, των ανισοτήτων, των προνομίων. Απορρίπτονται με αυτή τη βλακώδης αποστροφή στοχαστές του revision και του reform. Απορρίπτεται ακόμη και ο Bobbio και ο Κάρλο Ροσέλι που υποστήριζε ότι φιλελεύθερος σοσιαλισμός σημαίνει μεταρρύθμιση της κοινωνίας με τέτοιο τρόπο ώστε οι πολίτες να μετατραπούν σε αυθεντικά υποκείμενα του κοινωνικού γίγνεσθαι.

Γίνεται σαφές ότι κάθε απόπειρα πολιτικής εκπροσώπησης, είτε από αριστερά, είτε από δεξιά, είτε από κεντροαριστερά έχει ανάγκη από μια αφήγηση, ένα κοινό αξιακό πλαίσιο κι ένα πρόταγμα, μια κοινωνική αντιστοίχηση.
Η αφήγηση θα πρέπει να περιλαμβάνει άξονες για την ύστερη μνημονιακή Ελλάδα. Πως θέλουμε να είναι δομημένη, τι κράτος θέλουμε, ποια η θέση της χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, ποια θα είναι η αγορά εργασίας, ποια θα είναι η σχέση αγορών και κράτους, θα συντηρηθούν ή όχι προνόμια που προκαλούν ανισότητες, θα υπάρξει θεσμικός πειραματισμός και κοινωνική διαβούλευση, πόσο δημοκρατικές θα είναι οι λειτουργίες της κοινωνίας. Αυτά είναι ερωτήματα που σκιαγραφούν την αφήγηση για το μετά.
Το κοινό αξιακό πλαίσιο δεν μπορεί να μην απαντάει στην προοδευτική ή συντηρητική υπέρβαση της μεταπολίτευσης. Παλαιοδεξιά οπτική του νόμου και της τάξης ή πολιτικός και κοινωνικός φιλελευθερισμός, υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων και πολιτιστικός πλουραλισμός; Ένας κατ’ επίφαση ρεαλισμός που οδηγεί στη θεωρία των άκρων ή ένας ριζοσπαστικός πραγματισμός που αναδεικνύει τις ανάγκες και τις υποχρεώσεις των κοινωνικών δρώντων;
Όσο αφορά την κοινωνική αντιστοίχηση είναι σαφές πια. Δεν έχει λόγο υπάρξης κανένας πολιτικός σχηματισμός αν δεν τον έχει ανάγκη η κοινωνία. Και για να τον έχει ανάγκη θα πρέπει και να διαβάζει την πραγματικότητα ως έχει, αλλά και να απαντάει στις ερωτήσεις που τίθενται.
Σε μια τέτοια βάση δεν χωράνε αποκλεισμοί. Δεν χωράνε αποκλεισμοί για την πολιτική εκπροσώπηση του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Δεν αποκλείονται οι εργαζόμενοι της Ναυπηγοεπισκευαστικής του Περάματος. Δεν αποκλείονται οι άνεργοι της Βιομηχανικής Ζώνης της Σίνδου. Δεν αποκλείονται οι ντιλιβεράδες και οι εργαζόμενοι με μαύρη εργασία. Δεν αποκλείεται η νέα γενιά. Δεν αποκλείονται οι επιχειρηματίες που με πόνο ψυχής βάζουν λουκέτο στις επιχειρήσεις τους. Δεν αποκλείεται το λαϊκό, το ανθρώπινο, το αληθινό. Δεν αποκλείεται η ντομπροσύνη, η ειλικρίνεια, το ευθύ βλέμμα.

Στα παιδιά μας διδάσκουμε να μην παίρνουν βεβιασμένες αποφάσεις. Να ρισκάρουν χωρίς όμως να κάνουν αβέβαιες και ανεύθυνες κινήσεις. Να επενδύουν στο μακροπρόθεσμο και όχι στο βραχυπρόθεσμο. Εμείς γιατί θα πρέπει να συμπεριφερθούμε ως πολιτικά νήπια;

Αντώνης Μιχαλάκης
Χημικός – Ιδ. Υπάλληλος
Μέλος ΚΕ της ΔΗΜΑΡ

10 Ιουνίου 2013

Μερικές σκέψεις για τις δημοτικές εκλογές του 2014

Πλησιάζει η ώρα των αυτοδιοικητικών εκλογών και οι κουβέντες, οι συναντήσεις και οι συσκέψεις έχουν ανάψει για τα καλά. Όλοι συζητούν με κάποιους, άλλοι παραγοντίζουν για μια ακόμη φορά, κάποιοι ονειρεύονται περασμένα μεγαλεία. Η ρευστότητα, η αναζήτηση και αναπροσανατολισμός είναι χαρακτηριστικά δείγματα της υπάρχουσας κατάστασης. Ταυτόχρονα η επιβίωση, άλλοτε ο ρεβανσισμός και ιδιαίτερα η χορήγηση ταυτότητας σημαδεύουν αυτές τις διεργασίες. Τα ερωτήματα είναι υπαρκτά αλλά οι απαντήσεις δεν αναζητούνται. Αντίθετα στο ίδιο έργο θεατές οι πολίτες, με πρωταγωνιστές που μηρυκάζουν τσιτάτα ή χιλιοειπωμένες σκέψεις και ιδέες. Το καινούριο άραγε αργεί;
Χωρίς να θέλω να θέλω να το “παίξω” ειδήμονας ή σωτήρας καταθέτω μερικές σκέψεις για τις δημοτικές εκλογές.

α) Η κριτική που ασκείται στον Καλλικράτη αποπνέει μια μηδενιστική χροιά. Στην λογική ότι έχουν δημιουργηθεί πολλά προβλήματα – που σαφώς και υπάρχουν – τίθεται συνολικό πλαίσιο άρνησης της έννοιας της διοικητικής μεταρρύθμισης. Πολλές φορές ακόμη και στο όνομα μιας νεφελώδους αμεσοδημοκρατικής διαδικασίας. Χωρίς εμπεριστατωμένη ανάλυση για το τι έγινε, το τι φταίει και το πως θα διορθώσουμε τα κακώς κείμενα. Η αναγκαιότητα αυτή τη στιγμή δεν είναι να χαρακτηριστεί ο Καλλικράτης μνημονιακός νόμος και να γλυτώσουμε από την απαίτηση διατύπωσης διορθωτικών λύσεων. Η αναγκαιότητα έγκειται στο γεγονός της ανάπτυξης υγιών μεταρρυθμιστικών προτάσεων για την ευρυθμότερη και δημοκρατικότερη λειτουργία του Καλλικράτη, μακριά από τοπικισμούς, εφήμερους μικροπολιτικούς καιροσκοπισμούς και μηδενισμούς.

β) Η κεντρική πολιτική σκηνή και φυσικά η νέα κοινωνική και οικονομική κατάσταση της χώρας δεν μπορεί να βρίσκεται έξω από την συζήτηση για την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Προφανώς και τα νέα οικονομικά δεδομένα δημιουργούν καταστάσεις ασυμφιλίωτες με τις περισσότερες γενιές. Μπορεί όμως η κεντρική πολιτική διαμάχη να μεταφερθεί αυτούσια στην ΤΑ; Η πλήρης μεταφορά της και η σχηματοποίηση ανάμεσα σε “μνημονιακές” και “αντιμνημονιακές” παρατάξεις εξοβελίζει την ανάγκη για σύνθεση, δημιουργία και προώθηση νέων εναλλακτικών αξιόπιστων προτάσεων. Ταυτόχρονα το έντονο προσωπικό στοιχείο που εναποτίθεται σε κάθε αυτοδιοικητική κίνηση αναιρεί σε πολύ μεγάλο βαθμό τις “διαχωριστικές γραμμές” της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Αντίθετα η άρνηση της κεντρικής πολιτικής διαμάχης οδηγεί σε αποστειρωμένο λόγο και αποστεωμένες πρακτικές. Η ένταξη των σημερινών αναγκαιοτήτων στον αυτοδιοικητικό λόγο για να είναι αποτελεσματική και υπεύθυνη χρειάζεται πρωτοποριακή αντίληψη, ρεαλιστική ανάγνωση της πραγματικότητας, σύνθεση του μεγάλου με το μικρό, απεγκλωβισμό από διχαστικές αντιλήψεις, κοινωνική γείωση και πολιτική απογείωση. Κοινώς να οριστούν νέοι δρόμοι επαναπροσδιορισμού του αυτοδιοικητικού κινήματος.
γ) Τα τοπικά κινήματα πόλης πάντα λειτούργησαν ως φορείς πολιτικής κοινωνικοποίησης των δρώντων. Υπήρξαν βέβαια και λεκτικοί ακροβατισμοί και “φευγάτα” αιτήματα. Εντούτοις δεν μπορεί να παραγνωριστεί η σημασία τους στην ενδυνάμωση της δημοκρατίας, δεν μπορεί όμως και από την άλλη να αγιοποιηθεί ο ρόλος τους. Τα αιτήματα των κινημάτων πόλης είναι καλό να εντάσσονται όχι αυτούσια, αλλά επεξεργασμένα σε ένα γενικότερο πλαίσιο θέσεων και προτάσεων μιας δημοτικής παράταξης που θέλει να έχει σχέση με αυτά. Ο πολιτικός φορέας δηλαδή είναι αναγκαίο να αποκωδικοποιεί, να ενσωματώνει, να προωθεί και να μετασχηματίζει τα αιτήματα λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους μιας αυτοδιοικητικής πολιτικής.

δ) Στις στενές οικονομικές συνθήκες που είναι αποτέλεσμα της ευρύτερης οικονομικής κρίσης, ο ρόλος της αυτοδιοίκησης χρειάζεται άμεσο επαναπροσδιορισμό. Εάν δεχτούμε ότι είναι ο πιο κοντινός φορέας άσκησης πολιτικής στον πολίτη, τότε ο αναπροσανατολισμός από τα μεγάλα έργα στην δημιουργία ενός δικτύου κοινωνικής ασφάλειας φαντάζει ως η ενδεδειγμένη λύση. Άρα η επόμενη δημοτική αρχή πρέπει να προσδιορίσει τους τρόπους άσκησης κοινωνικής πολιτικής μεταφέροντας – όπου και όπως μπορεί – πόρους.

ε) Η επόμενη δημοτική αρχή θα πρέπει να επιζήσει σε ένα περιβάλλον που σχηματικά θα λέγαμε ότι είναι “περιβάλλον χωρίς φράγκα”. Η υποχρέωση ενός ΟΤΑ να έχει ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς σημαίνει ότι με συγκεκριμένη κρατική χρηματοδότηση θα πρέπει να κατανείμει τα έξοδα, αλλά και να αναπροσανατολίσει τα έσοδα, προς όφελος των περισσοτέρων. Δεν αρκεί να έχουμε μόνο μια διεκδικητική δημοτική αρχή που θα αναγάγει τη σύγκρουση με την κεντρική εξουσία για διεκδίκηση περισσότερων πόρων (από που άραγε;) σε μανιφέστο πολιτικής. Χρειάζεται να έχουμε μια δημοτική αρχή που θα χρησιμοποιήσει όλα τα σύγχρονα εργαλεία αναπτυξιακής πολιτικής, προσέλκυσης επενδύσεων, ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Στην ουσία χρειάζεται μια δημοτική αρχή που δεν θα σηκώνει μόνο την γροθιά αλλά θα έχει εναλλακτικές προτάσεις. Εάν η μέχρι τώρα αντίληψη ήταν “κάνω ελλειμματικούς προϋπολογισμούς και το έλλειμμα το καλύπτω είτε με δάνεια, είτε με αύξηση της κρατικής επιχορήγησης”, αυτό πρέπει να αλλάξει. Ένας υγιής δήμος προσφέρει ίσες, ποιοτικές υπηρεσίες σε όλους τους πολίτες, με το λιγότερο δυνατό κόστος και την μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα.

στ) Η επόμενη δημοτική αρχή θα πρέπει να εργαστεί προς την κατεύθυνση ενός νέου αναπτυξιακού υποδείγματος για την περιοχή. Λαμβάνοντας υπόψη της όλες τις οικονομικές, τεχνικές και πολιτικές προϋποθέσεις για ένα τέτοιο εγχείρημα, χρειάζεται να προωθήσει νέες ιδέες για την πόλη. Η έννοια του city branding, η θεσμοθετημένη κοινωνική οικονομία μέσω της οποίας μπορεί να αυξηθεί η απασχόληση (πχ. Οι περιαστικοί καλλιεργητές του Καρατάσιου θα μπορούσαν να ήταν θεσμικά προφυλαγμένοι αν εντασσόταν ως φορέας του Δήμου), η προσέλκυση άμεσων επενδύσεων στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας (incubators), η εκμετάλλευση του μεγάλου οικοδομικού κεφαλαίου που προέκυψε από την αποβιομηχάνιση των καπνομάγαζων, ο σχεδιασμός και η ρυμοτόμηση βιοτεχνικών ζωνών (κυρίως μεταποιητικών μονάδων) με συγκεκριμένες υποδομές και αδειοδοτήσεις (ώστε να σταματήσει και το φαινόμενο των παράνομων χυτηρίων), ο συνδυασμός πολιτισμού-περιβάλλοντος είναι μόνο μερικές από αυτές τις ιδέες.

ζ) Η επόμενη δημοτική αρχή θα πρέπει να υπερασπιστεί το δημόσιο χώρο με γνώμονο το συμφέρον των πολιτών. Ταυτόχρονα να σπάσει πελατειακά αποστήματα που ξεκινούν από τις σχέσεις με διάφορα εργολαβικά συμφέροντα (ας δούμε λίγο πως εξελίχθηκε η αστικοποίηση και η ανοικοδόμηση στην Νικόπολη και την Ευκαρπία) και καταλήγουν σε σχέσεις πάτρωνα – πελάτη.

Μια νέα δημοτική αρχή αυτού του είδους δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς μια νέα δημοτική παράταξη. Μία μεγάλη, εναλλακτική, αξιόπιστη παράταξη. Με ηθικά ακέραιους ανθρώπους, γνώστες, αφοσιωμένους, νέους. Που δεν θα πετούν στα σύννεφα, αλλά και τα σύννεφα δεν θα σκοτεινιάζουν το βλέμμα τους. Που θα γνωρίζουν ότι το καινούριο δεν προκύπτει από παρθενογένεση αλλά μέσα από μετασχηματισμούς, ανταλλαγές απόψεων, ενσωμάτωση νέων ιδεών και πρακτικών, μετουσιώσεις. Που ήδη γνωρίζουν ότι το καλό και το σωστό δεν είναι το αρεστό. Μια τέτοια δημοτική παράταξη είναι αναγκαία και χρήσιμη.