07 Ιουνίου 2014

Απόσπασμα μιας προσπάθειας


Η ΔΗΜΑΡ δημιουργήθηκε για να δώσει μια στέρεη, αληθινή, ρεαλιστική όσο και οραματική απάντηση στη κρίση. Μια κρίση που γεννήθηκε μέσα από τις αστοχίες και αδυναμίες του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και το μηδενικό πολιτικό έλεγχο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Μια κρίση που γιγαντώθηκε στη χώρα μας λόγω των ανυπέρβλητων δομικών χαρακτηριστικών του ενδογενούς συστήματος παραγωγής πλούτου και παραγωγής πολιτικής. Οι απαντήσεις που έπρεπε να δοθούν ήταν σε πολλαπλά επίπεδα. Να μείνει η χώρα στην Ευρωζώνη; Με ποιά σχέση με τους εταίρους; Όταν είσαι αδύναμος στο παιχνίδι ισχύος πως διαφυλάσσεις καλύτερα τα συμφέροντά σου; Μπορεί να επιτύχει μια δίκαιη λιτότητα; Μπορεί να υπάρξει δίκαιη κατανομή των βαρών και με ποιό τρόπο; Είναι η χώρα πάνω από τον κομματικό πατριωτισμό; Πως μετά την κρίση θα βρεθούμε με ένα άλλο παραγωγικό μοντέλο; Πως θα εμβαθύνουμε την Δημοκρατία; Πως θα αλλάξουμε το πολιτικό σύστημα; Πως θα δώσουμε όραμα στους νέους; Με ποιό τρόπο θα οδηγηθούμε σε μια δίκαιη κοινωνία, όπου ο νομοταγής και αποτελεσματικός επιχειρηματίας θα επιβραβεύεται και ο κρατικοδίαιτος που προσπαθεί να διαφθείρει τον μηχανισμό του κράτους θα τιμωρείται; Πως θα εκμεταλλευτούμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα σε ανθρώπινους πόρους που κατέχουμε; Πως θα καλύψεις το τεράστιο παραγωγικό κενό; Πως αλλάζει η νοοτροπία του εύκολου πλουτισμού μέσα από την ελάσσονα προσπάθεια; Με ποιόν τρόπο κρατάς όρθια την Παιδεία και Υγεία, όταν ξέρεις ότι είναι τα πρώτα κομμάτια του κράτους πρόνοιας που θα πληγούν; Ποιός, στην τελική, θα πληρώσει το μάρμαρο;
Η ΔΗΜΑΡ προσπάθησε να δώσει απαντήσεις. Δεν υπάρχουν βέβαια εύκολες απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα. Άλλοτε πέτυχε, άλλοτε απέτυχε. Η αποτυχία μας ήταν πιο εμφανής από την
όποια επιτυχία. Δεν ήταν άλλωστε αυτή που οδήγησε τη χώρα στη κρίση. Αλλά όλοι όσοι συμμετείχαμε στο εγχείρημα αυτό πιστέψαμε ότι μπορούμε να συνεισφέρουμε με τις μικρές μας δυνάμεις στην έξοδο από τη κρίση. Γιαούρτια δεν πετάξαμε, μούτζες δεν ρίξαμε. Ο ελληνικός λαός έδωσε δύναμη επιβίωσης σε αυτούς που μας έφεραν εδώ. Και κατατρόπωσε τη ΔΗΜΑΡ που προσπάθησε για δίκαιες λύσεις.

20 Μαΐου 2014

Δημοψήφισμα οι Ευρωεκλογές;



Την Κυριακή, οι Θεσσαλονικείς που πήγαμε να ψηφίσουμε στις αυτοδιοικητικές εκλογές, συναντήσαμε ένα πρωτόγνωρο για τα μεταπολιτευτικά χρόνια φαινόμενο. Την παρουσία πολλού κόσμου στην ουρά για το δημοψήφισμα σε σχέση με την απειλούμενη ιδιωτικοποίηση της ΕΥΑΘ. Στο δημοψήφισμα λοιπόν, υπήρχε ένα ναι και ένα όχι, χωρίς φυσικά να εκφράζονται ενδιάμεσες προτάσεις που έχουν πέσει στο τραπέζι. Αλλά αυτό είναι ένα δημοψήφισμα. Πρέπει να δίνει καθαρή απάντηση σε καθαρή ερώτηση.
Στην κεντρική πολιτική σκηνή η προσπάθεια για μετατροπή των ευρωεκλογών σε δημοψήφισμα δεν είναι φαινόμενο της μόδας. Είναι σύνηθης πρακτική, συνήθως της αντιπολίτευσης. Τα ερωτήματα τίθενται, οι απαντήσεις όμως που παίρνονται συνήθως είναι διαφορετικές από τις επιδιώξεις του ερωτώμενου. Στοιχειωδώς, ένας επιτελάρχης του κόμματος που θέλει να βάλει την έννοια του δημοψηφίσματος μπροστά, διαβάζει λίγο την πολιτική ιστορία της χώρας και βγάζει τα συμπεράσματα. Για να δούμε λοιπόν. Το 1981 ο Ανδρέας σαρώνει με 48,1%. Στις ευρωεκλογές όμως μετά βίας πιάνει το 40%, ενώ η ΝΔ πέφτει από το 35% στο 30%. Τιμωρητική ψήφο θα λέγαμε. Το 1984 η διαφορά ΠΑΣΟΚ-ΝΔ μειώνεται στις 3 μονάδες αλλά μετά από ένα χρόνο το ΠΑΣΟΚ την ανεβάζει στις 5. Στις ευρωεκλογές του 1989 η διαφορά ΝΔ-ΠΑΣΟΚ είναι 5 μονάδες και μετά θα ανεβεί στις 8. Το 1999 ο Κώστας Καραμανλής κερδίζει τον Σημίτη με 3 μονάδες, αλλά χάνει στις εθνικές του 2000 με 1 μονάδα. Στις βουλευτικές του 2004 η διαφορά ΝΔ-ΠΑΣΟΚ είναι 5 μονάδες ενώ στις ευρωεκλογές πηγαίνει στις 9. Το 2009 οι 4 μονάδες διαφορά του ΠΑΣΟΚ από τη ΝΔ στις ευρωεκλογές εκτοξεύονται στις 10 στις εθνικές.    
Αυτή η μικρή αναδρομή στα αποτελέσματα μας δείχνει ότι δεν είναι και πολύ ασφαλές η μετατροπή των ευρωεκλογών σε δημοψήφισμα. Ακόμη κι αν λειτουργούν ως «τιμωρία». Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι αυτοδιοικητικές εκλογές του 2014 δεν λειτούργησαν σίγουρα ως δημοψηφισματική κάλπη. Τα συμπεράσματα δικά σας.

07 Μαΐου 2014

Διλήμματα και Λύση

Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, τα τελευταία 4 χρόνια η Ευρώπη μας απασχόλησε όσο ποτέ άλλοτε. Με αφορμή την κρίση και την είσοδο της χώρας στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης με την παρουσία του ΔΝΤ, η Ευρώπη και οι εφαρμοζόμενες πολιτικές στάθηκαν αιτία μεγάλων συζητήσεων για το μέλλον. Τις περισσότερες φορές βέβαια κυριαρχούσε ο ρηχός λόγος του ανορθολογισμού και της εύκολης καταγγελίας διανθισμένος με νότες “αϊσχιτιρισμού” και συνωμοσιολογίας. Φαίνεται όμως ότι αυτά τα χρόνια ήταν και χρόνια αυτογνωσίας γιατί μας έδωσαν να καταλάβουμε ποιοί είμαστε και ποιό είναι το μέγεθός μας στην παγκόσμια σκηνή.

Στις επικείμενες ευρωεκλογές μπαίνουν διλήμματα που τις περισσότερες φορές είναι κομμένα και ραμμένα στα μέτρα των εμπνευστών τους. “ΣΥΡΙΖΑ ή Μέρκελ”, “Σταθερότητα ή όλεθρος”. Η σουρεαλιστική προσέγγιση της πολιτικής σε όλο της το μεγαλείο. Όποιο και να προσπαθήσεις να αναλύσεις ξεφεύγεις από την Πολιτική και προχωράς σε ψυναναλυτικού τύπου προσεγγίσεις. Γιατί γεννιούνται ερωτήματα αναπάντητα τις περισσότερες φορές από την κοινή λογική.

Ας πούμε ότι μπαίνουμε στο δίλημμα ΣΥΡΙΖΑ ή Μέρκελ. Με ποιό τρόπο ψηφίζοντας ΣΥΡΙΖΑ ξεφορτωνόμαστε τη Μέρκελ; Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Μέρκελ είναι εκλεγμένη (και μάλιστα πρόσφατα και “δαγκωτά”) από το γερμανικό λαό. Αν το δίλημμα υπονοεί ότι υπάρχει κάποιο άλλο σχέδιο (πχ plan b) τότε γιατί δεν είναι εκφρασμένο από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Γιατί δεν έχει βάλει έστω ένα πλαίσιο σχεδιασμένο με αδρές γραμμές για να καταλάβει ο κοσμάκης τι εννοεί ως εναλλακτική λύση; Κι όποιος κακεντρεχής προσπαθήσει να με ταυτίσει με τις εφαρμοζόμενες πολιτικές μπορώ να πω ότι υπάρχει απάντηση στο δίλημμα.

Εάν κάποιος θέλει πραγματικά να μετατοπιστούν οι ευρωπαϊκές πολιτικές σε πιο προοδευτική κατεύθυνση μόνο με ήττα των εθνικών κομμάτων που αποτελούν το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και ενίσχυση των κομμάτων που στηρίζουν την Ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία υπάρχουν πιθανότητες να το δει να γίνεται. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η απόσταση μεταξύ τους σε επιπεδο εδρών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι μικρή και κάθε ψήφος είναι χρήσιμη και απαραίτητη για τον “αποχαιρετισμό” της πολιτικής Μέρκελ.

Λύνοντας λοιπόν το θέμα ότι μόνο με την ενίσχυση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας μπορούμε να ξεφορτωθούμε την Μέρκελ, μπαίνει βασανιστικά το σημαντικό ερώτημα. Ποιό ελληνικό κόμμα εκφράζει καλύτερα τη σύγχρονη ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία; Το ΠΑΣΟΚ (νυν Ελιά) ή η ΔΗΜΑΡ; (Το Ποτάμι αυτοτοποθετείται ως αναποφάσιστο). Το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου που ταυτίζεται με τη μονοθεματική ατζέντα της ΝΔ, καθυβρίζει την υπόλοιπη Κεντροαριστερά, συνοδοιπορεί με την αυταρχική εκτροπή και την ακραία όξυνση των ανισοτήτων και διακηρύσει την σταθερότητα χωρίς να αναγνωρίζει ότι αυτή μπορεί να επιτευχθεί και με άλλο μίγμα πολιτικής; Ή η ΔΗΜΑΡ που πήρε το ρίσκο της συμμετοχής σε μια κυβέρνηση αναγνωρίζοντας το ρόλο της στην κρίσιμη στιγμή της χώρας, επέδρασε καταλυτικά στην αλλαγή παραδείγματος και την αποφυγή του Grexit, δεν ταυτίστηκε με τις αυταρχικές μεθόδους των Μπαλτάκου και σία, ενώ υποστηρίζει σταθερά και αταλάντευτα την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας με διαφορετικό μίγμα μεταρρυθμιστικής και προοδευτικής πολιτικής;

Το δε άλλο δίλημμα περί σταθερότητας εμπεριέχει όλου του κόσμου τις αμφιβολίες. Πρώτον, γιατί όλοι αναρωτιούνται αν αυτή η σταθερότητα που διανύουμε είναι η μοναδική ή υπάρχει καλύτερη και δεύτερον, γιατί αυτού του είδους η σταθερότητα δεν εντάσσει καμία απολύτως αλλαγή στο πολιτικό σύστημα και στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Ιδιαίτερα, δεν εντάσσει καμία προοπτική για την διαφυγή της Ελλάδας απο την σκληρή υφεσιακή κατάσταση, αλλά επιμένει στην ίδια αναποτελεσματική πολιτική. Σαν να ταυτίζει την σταθερότητα με την ακινησία. Σαν να ταυτίζει τη μεταρρυθμιστική λογική με τη λατρεία των αγορών, την απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων και την ανεργία του 30%. Και μάλιστα αυτό το δίλημμα κατατίθεται από το υποτιθέμενο “προοδευτικό” κομμάτι της κυβέρνησης, το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου.

Ας το ξεκαθαρίσουμε λοιπόν. Όποιος επιζητεί να “ξεφορτωθεί” την Μέρκελ, να αλλάξουν οι ευρωπαϊκές πολιτικές, ενώ ταυτόχρονα αναζητά τη σταθερότητα της χώρας με ένα άλλο μίγμα μεταρρυθμιστικής προοδευτικής πολιτικής, η λύση είναι η ψήφος στη ΔΗΜΑΡ. Όλα τα άλλα είναι απλώς προεκλογικά σλογκανάκια.

11 Μαρτίου 2014

Τοποθέτηση στην 2η Συνδιάσκεψη της Οργάνωσης Θεσσαλονίκης της ΔΗΜΑΡ



Έχει 3 ½  χρόνια που ιδρύσαμε την ΔΗΜΑΡ. Στόχος της δημιουργίας του κόμματος ήταν μια αριστερή, ρεαλιστική, υπεύθυνη, δημοκρατική απάντηση στην πολύμορφη κρίση. Μακριά από οχλαγωγίες, μηδενισμούς και ανορθολογισμούς που υπερέβαιναν κατά πολύ τις ιστορικές παρακαταθήκες του Διαφωτισμού και της νεωτερικότητας. Με το βλέμμα πάντα στους αδύναμους αυτής της κοινωνίας, την Ευρώπη, την κοινωνική δικαιοσύνη. Αναγνωρίζοντας τις υπαρκτές κοινωνικές συγκρούσεις, την διάκριση Δεξιάς και Αριστεράς αλλά και τις πολλαπλές ταυτότητες του ατόμου και τις σύγχρονες ανάγκες της χώρας. Απευθυνθήκαμε σε κάθε Έλληνα και σε κάθε Ελληνίδα.
Σε αυτά τα 3 ½ χρόνια εμείς τα είπαμε όλα. Κάναμε την κριτική μας στην Ευρώπη με κριτικό ευρωπαϊσμό αναζητώντας νέους πολιτικούς συσχετισμούς, βρεθήκαμε απέναντι στο πελατειακό κράτος και στις διάφορες ομάδες πίεσης, προτείναμε σε πρότερο χρόνο όλα αυτά που συζητούνται τώρα για τη βιωσιμότητα του χρέους, στοιχειοθετήσαμε τον τρόπο διαπραγμάτευσης, ανοίξαμε τη συζήτηση για τη δημιουργία του τρίτου προοδευτικού πόλου, προτείναμε ένα διαφορετικό μοντέλο παραγωγικής ανασυγκρότησης με έμφαση στα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της χώρας.
Σε αυτά τα 3 ½ χρόνια πράξαμε πολλά σε σύγκριση με τις ποσοτικές και ποιοτικές δυνατότητές μας. Αλλάξαμε το πολιτικό παράδειγμα διακυβέρνησης, συμμετέχοντας στην κυβέρνηση καθώς αναγνωρίσαμε την κρισιμότητα εκείνων των στιγμών. Προσφέραμε τη σύνεση και τη νηφαλιότητα στον πολιτικό διάλογο. Συμμετείχαμε στη καθημερινή διαχείριση με μια πολιτική ηθική που στάθηκε απέναντι στη στασιμότητα και των μνημονιακών και των αντιμνημονιακών. Υπηρετήσαμε τον ορθό λόγο με πίστη για το δίκαιο. Ανοίξαμε νέους δρόμους και για τη δημόσια διοίκηση, και για τη διαχείριση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, και για τις περιφερειακές πολιτικές, και για μια ακηδεμόνευτη αυτοδιοίκηση.
Τα κάναμε όλα σωστά; Φυσικά και όχι. Άλλωστε ο αλάθητος ας κλείσει από τώρα θέση στον Παράδεισο. Εμείς παραμένουμε ακόμη στη γη, να πατάμε στα πόδια μας και να προσπαθούμε για το καλύτερο. Γιατί δεν υπάρχει άλλη διαδικασία μάθησης και βελτίωσης από τη συμμετοχή. Και η συμμετοχή μας στη κυβέρνηση ήταν ένα εξαιρετικό μάθημα.
Η ΔΗΜΑΡ δεν είναι ένα κόμμα μόνο του αντι-. Δεν είναι κι ένα κόμμα του άκρατου κυβερνητισμού. Ας μην μετατρέπουμε την αναγκαιότητα ύπαρξης κυβερνώσας αριστεράς σε έναν άγονο και αμετροεπή κυβερνητισμό, σε μια λογική της «πάσης θυσίας» συμμετοχής στην κυβέρνηση. Γιατί η συμμετοχή προϋποθέτει όρους αλλά και αναγνώριση των αναγκών και των δυνατοτήτων.

Η οργάνωση της Θεσσαλονίκης προσπάθησε με μεγάλη σαφήνεια να θέσει τα θέματα της ευρύτερης περιοχής στο προσκήνιο. Να αναδείξει τα περιβαλλοντικά προβλήματα, να προτείνει την σύνδεση των πλεονεκτημάτων της πόλης με την αναπτυξιακή διαδικασία, να ενισχύσει τους κοινωνικούς δεσμούς, να καταθέσει λύσεις για την ΕΥΑΘ, το λιμάνι, τα στρατόπεδα, το ΣΜΑ, το δημόσιο χώρο, τη βαλκανική συνανάπτυξη. Μακριά από την εξυπηρέτηση ευτελών ιδιωτικών συμφερόντων αλλά και τις ακραίες λαϊκιστικές κορώνες. Χρειάζονται ακόμη κι άλλα. Χρειάζεται ενεργότερη συμμετοχή των μελών, άνοιγμα στον ευρύτερο δημοκρατικό και σοσιαλιστικό χώρο, σύνδεση με τα κινήματα και το πανεπιστήμιο. Χρειάζεται προγραμματισμός αλλά και πραγματοποίηση και απολογισμός του προγραμματισμού. Χρειάζεται ανανέωση προσώπων, ανανέωση λόγου, ανανέωση εικόνας.   

Σε αυτόν τον κρίσιμο πολιτικά χρόνο δεν υπάρχουν περιθώρια καθυστέρησης. Η αναγκαιότητα ενίσχυσης της ΔΗΜΑΡ είναι μεγάλη. Οι αυτοδιοικητικές εκλογές αλλά και οι Ευρωεκλογές πρέπει να είναι νικηφόρες. Για να εδραιωθεί και να ανδρωθεί ο τρίτος προοδευτικός πόλος. Για να γίνει το μεγάλο άνοιγμα του κόμματος. Για να κερδίσει η ακηδεμόνευτη αυτοδιοίκηση που στηρίζεται στην αυτενέργεια των πολιτών. Για να υπάρξει ισχυρός αριστερός, προοδευτικός, δημοκρατικός λόγος στην Ευρωβουλή. Ώστε να συμμετέχουμε στις ευρωπαϊκές εξελίξεις και να προσπαθήσουμε να μετακινήσουμε την πολιτική ισορροπία προς τα αριστερά.
Πρέπει να μιλήσουμε στους πολίτες με λαϊκότητα και ντρομπροσύνη. Κοιτώντας τους στα μάτια να δείξουμε το μεγαλείο της δημοκρατίας απέναντι στο φασισμό. Μιλώντας τους ανθρώπινα να τους πείσουμε ότι το μέλλον μας είναι σε μια ομοσπονδιακή Ευρώπη με ισχυρούς δημοκρατικούς και αντιπροσωπευτικούς δεσμούς και όχι σε μια μοναχική παρουσία στη θάλασσα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
Ήρθε η ώρα της μάχης. Ήρθε η ώρα των εκλογών.

23 Ιανουαρίου 2014

Η πραγματικότητα όπως είναι

Η κρίση έφερε τα μνημόνια και όχι τα μνημόνια την κρίση. Ακόμη κι αν – στο καλύτερο σενάριο – η χώρα έπαιρνε χρήματα χωρίς καμία απαίτηση από τους δανειστές (τζάμπα πράγμα δηλαδή), η χώρα, η οικονομική της δομή, το παραγωγικό της μοντέλο, δεν ήταν ικανά να την κάνουν να ζήσει αξιοπρεπώς. Ακόμη και τότε θα έπρεπε να οδηγηθούμε από μόνοι μας σε βαθιές τομές, όχι μόνο της δημόσιας διοίκησης, αλλά και του παραγωγικού ιστού. Θα έπρεπε δλδ ακόμη και τότε να βγάζουμε τόσα ώστε και να πληρώνουμε τις υποχρεώσεις μας, αλλά και να ταϊστεί ο κοσμάκης. Κι αυτό θα σήμαινε επίσης δάκρυα και πόνο για κάποιους. Πιθανόν όχι για όλους, αλλά σίγουρα κάποιοι θα ήταν στα κάγκελα.

Ήταν τα μνημόνια η απάντηση στην κρίση; Ο χρόνος αποδεικνύει πως όχι, αν και δεν χρειαζόταν να περιμένουμε τον χρόνο. Από την αρχή όλα τα μακροοικονομικά μοντέλα (που αναγνωρίζουν την επίδραση των κοινωνικών διαρθρώσεων, την παγκοσμιοποιημένη οικονομία και την παραγωγική δομή μιας χώρας) έδειξαν ότι η δημοσιονομική προσαρμογή με αυτόν τον τρόπο θα οδηγούσε σε σπιράλ ύφεσης, μπαράζ αντικοινωνικών εκδηλώσεων, αποδιάρθρωση της όποιας παραγωγής, διάλυση του κοινωνικού ιστού, κατάρρευση του κράτους πρόνοιας. Ο συνδυασμός των ενδογενών χαρακτηριστικών της ελληνικής οικονομίας και των εξωγενών ιδεολογικών αγκυλώσεων από ΕΕ και ΔΝΤ φαινόταν από την αρχή ότι ήταν ένα δισεπίλυτο πρόβλημα. Ιδιαίτερα σε μια κοινωνία που ζει την κρίση όχι μόνο με έντονο τρόπο, αλλά και με έναν αξιοσημείωτο ανορθολογισμό και μηδενισμό, το δισεπίλυτο αυτό πρόβλημα γίνεται ακατόρθωτο εμπόδιο. Έτσι αναπτύχθηκαν όλες οι ακραίες εκφάνσεις της πολιτικής διαμαρτυρίας και κυρίως οι εύκολες και ανέξοδες ρητορικές, οι αναζητήσεις για τους υπεύθυνους για το κακό μας χάλι στους ξένους, η αμετροέπεια, η έλλειψη σεβασμού στον άλλον, οι θολωμένες σκέψεις, τα άλματα στην πολιτική επιχειρηματολογία, ο μεσσιανισμός.

Είχαν τα μνημόνια καλά πράγματα; Αναμφισβήτητα ναι. Και τεχνολογικές μεταρρυθμίσεις, και ευρωπαϊκές μεθοδολογίες, και κατευθύνσεις για την αύξηση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα (πχ σύστημα εισροών – εκροών).

Ήταν όμως αυτός ο κεντρικός πυρήνας των μνημονίων; Αναμφισβήτητα όχι. Ο κεντρικός πυρήνας εντασσόνταν στην λογική της εσωτερικής υποτίμησης χωρίς να λαμβάνει υπόψιν τα όρια της κοινωνικής αντοχής, χωρίς δίχτυ ασφαλείας για τους πιο αδύναμους, με αύξηση της ανταγωνιστικότητας της χώρας μέσω απορυθμίσεων στις εργασιακές σχέσεις και μείωση του εργατικού κόστους. Ακόμη και η εξίσωση του φόρου πετρελαίου δεν έγινε για να παταχθεί η φοροδιαφυγή (γιατί αν ήταν αυτός ο σκοπός τότε το σύστημα εισροών-εκροών θα έμπαινε και στα διυλιστήρια και στο ναυτιλιακό πετρέλαιο), αλλά για να μειωθούν οι εισαγωγές πετρελαίου και να αλλάξει το εμπορικό ισοζύγιο. Οι μεταρρυθμίσεις που ήταν αναγκαίες για την χώρα ποτέ δεν προχώρησαν και όσες έγιναν με πολύ αργά βήματα διαβρώθηκαν από δεκάδες “παραθυράκια”.

Υπήρχε άλλη λύση; Μέχρι στιγμής, 3,5 χρόνια μετά το Καστελόριζο, κανένας δεν έχει προτείνει εναλλακτική, ρεαλιστική λύση που να γειώνεται με την πραγματικότητα και τους πολιτικούς συσχετισμούς στην Ευρώπη. Σ' αυτό δεν φταίει μόνο η αδυναμία μας να ξεπεράσουμε αυτό που ζούμε – το οποίο είναι έντονο και καταλυτικό στη διαχείριση των σκέψεών μας – αλλά και η πλήρης έλλειψη γνώσης και απαραίτητης δόσης ρεαλισμού και σύνδεσης με τα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα. Ακόμη και πριν την κρίση είμασταν ένα κράτος που δεν εξέπεμπε ευρωπαϊσμό, αλλά έναν ιδιότυπο εσωστρεφή και επαρχιωτικό κορπορατισμό. Με ομάδες συμφερόντων που πίεζαν το κράτος για προσπορισμό του δημοσίου χρήματος, με πλήρη αναποτελεσματικότητα των μεταβιβαζόμενων πόρων στο κράτος πρόνοιας, με νοοτροπία εύκολου πλουτισμού με την ελάσσονα προσπάθεια, με παραγωγική δομή τόσο διαφορετική σε σχέση με τα άλλα κράτη της ΕΕ. Τώρα ακόμη περισσότερο στο συλλογικό φαντασιακό ζούμε στην απομόνωση και την αυταρέσκεια του νεοελληνικού brutal τύπου.

Τι μας μένει; Μετά το τέλος των μνημονίων μας περιμένουν τρία χρόνια όπου οι στόχοι του προγράμματος για το πρωτογενές πλεόνασμα φαντάζουν εξωπραγματικοί. Δεν μας μένει παρά να διεκδικήσουμε – στο βαθμό που μπορούμε – καλύτερους όρους για την επόμενη κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού. Η ελπίδα θα ήταν, αυτή η διεκδίκηση να πραγματοποιηθεί με κοινή εσωτερική συμφωνία. Δύσκολο όμως, ιδιαίτερα όταν έχεις ανεβάσει τον πύχη πολύ ψηλά. Και τον πύχη τον ανεβάσαν όλοι. Δεν μας μένει επίσης, παρά να σοβαρευτούμε, να δούμε την πραγματικότητα όπως είναι και όχι όπως θα θέλαμε να ήταν, να αλλάξουμε, να προσπαθήσουμε, να εμπνεύσουμε και να εμπνευστούμε, να προστατεύσουμε όσους πεινάνε, να μετασχηματίσουμε την παραγωγή της χώρας, να γίνουμε πιο δημοκράτες, να διαλύσουμε καθεστηκύιες αντιλήψεις, να γίνουμε πιο γήινοι, πιο αληθινοί.