24 Απριλίου 2012

Δεν μας αρμόζει...


Οι εκλογές της 6ης Μαΐου είναι πραγματικά κρίσιμες. Μια πολυεπίπεδη κρίση οικονομίας, θεσμών και αξιών μαστίζει τη χώρα. Το σπιράλ ύφεσης και ανεργίας διαλύει την κοινωνική συνοχή. Το παλιό κομματικό σύστημα έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του.

Η χώρα πρέπει να αφήσει πίσω το παθογόνο μοντέλο των διάχυτων νοοτροπιών χαμηλής απόδοσης, μειωμένης κοινωνικής ευθύνης, ατομικού σφετερισμού του δημόσιου χώρου και των πόρων μελλοντικών γενεών. Η δανεική ευδαιμονία ήρθε στο τέλος της.

Είναι ανάγκη να προχωρήσουμε στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις με προοδευτικό πρόσημο. Είναι ανάγκη να δημιουργήσουμε ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα.

Η Δημοκρατική Αριστερά πιστεύει πως υπάρχει επιλογή για μια άλλη Ελλάδα, μακριά από τις εφαρμοζόμενες πολιτικές λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης. Για μια Ελλάδα που παράγει, που ενισχύει τους νέους ανθρώπους, που στηρίζει τις νέες ιδέες. 
 
- Με διαφορετικό παραγωγικό μοντέλο με αναδιάρθρωση του πρωτογενούς και ενίσχυση του δευτερογενούς τομέα,
- Mε σύγχρονο, αποτελεσματικό και επιτελικό κράτος μακριά από εκδουλεύσεις και πελατειακές σχέσεις,
- Mε δίκαιη κατανομή των βαρών,
- Mε ριζοσπαστικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα με στόχο την δημοκρατική εμβάθυνση και τη συμμετοχή του πολίτη,
- Mε σαφές και σταθερό φορολογικό σύστημα,
- Mε σταθερό ευρωπαϊκό προσανατολισμό.

Η χώρα έχει τις αντικειμενικές δυνατότητες όχι μόνο να αποφύγει την κατάρρευση, αλλά να
κερδίσει μια θέση ανάμεσα στις πιο ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου.
Η Δημοκρατική Αριστερά διατυπώνει μια διαφορετική πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης. Ανοίγει νέους δρόμους δημιουργικής υπέρβασης και φυγής προς τα μπρος. Επικεντρώνει σε άμεσες λύσεις που μπορούν να διεκδικηθούν στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής. Δείχνει τον δρόμο της ενεργούς παρέμβασης στη ροή των πραγμάτων για την αλλαγή της πορείας τους προς προοδευτική κατεύθυνση.

Δεν μας αρμόζει μια κοινωνία διαλυμένη. Δεν μας αρμόζει μια νέα γενιά χωρίς όνειρα.
Δεν μας αρμόζει ένας λαός χωρίς αισιοδοξία.
Γνωρίζουμε τα λάθη, γνωρίζουμε τους υπεύθυνους της σημερινής κατάστασης, γνωρίζουμε τις ανάγκες της συγκυρίας. Με πρόταση και πρόγραμμα διεκδικούμε την ριζική ανατροπή και την αλλαγή πορείας της χώρας. Χρέος μας ο διαρκής αγώνας. Στόχος μας η νίκη


17 Απριλίου 2012

Ανάπτυξη: Λόγια κενού νοήματος;


Αν ο κύκλος των συζητήσεων για τις επιπτώσεις των Μνημονίων καλά κρατεί, ένας νέος κύκλος ανοιγει επιτακτικά για τη χώρα. Μπροστά στο σπιράλ ύφεσης, πληθωρισμού, χρέους, ελλειμμάτων αντιπαρατίθεται πλέον το ερώτημα της αναπτυξιακής διαδικασίας. Όμως το ερώτημα παραμένει αποκαμωμένο από απαντήσεις δύστοπες χωρίς εννοιολογική υπόσταση. Μεταφέρεται έτσι στο διηνεκές μια συζήτηση που πρέπει να είναι και άμεση χρονικά αλλά και να προηγείται στην ακολουθούμενη πρακτική πολιτική.

Τι σημαίνει ανάπτυξη; Ανάπτυξη είναι η βελτίωση της παραγωγής πλούτου από τους οικονομικούς συντελεστές. Σχηματικά η αύξηση του εγχώριου παραγόμενου προϊόντος σημαίνει ότι είμαστε σε αναπτυξιακή διαδικασία. Και το ερώτημα τίθεται επί τάπητος: σε αναπτυξιακή ή σε μεγεθυντική;

Για να βελτιώσει μια χώρα το παραγόμενο προϊόν υπάρχουν δύο βασικοί δρώντες. Το δημόσιο ή αλλιώς η επιχειρηματικότητα του δημοσίου και η ιδιωτική πρωτοβουλία. Σε μια εποχή όπου βασική συνισταμένη όλων των πολιτικών είναι η μείωση των ελλειμμάτων, των δαπανών του δημοσίου, και συνακόλουθα του δημόσιου χρέους, η όποια συζήτηση περί προγράμματος δημοσίων επενδύσεων καθίσταται αυτομάτως ιδιαίτερα προβληματική. Μόνο σε περιπτώσεις συνέργειας με την ΕΕ θα μπορούσε το ελληνικό δημόσιο να συμμετάσχει σε αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, κυρίως όμως σε προγράμματα και έργα που άπτονται υποδομών της χώρας. Έτσι το ΕΣΠΑ σε συνεργασία με την Task Force αλλά και Περιφερειακοί Σχεδιασμοί κυρίως προσανατολίζονται σε κατασκευαστικά μεγάλα έργα τα οποία κοστίζουν, συνεισφέρουν βεβαίως με θέσεις εργασίας και πρόσκαιρη αύξηση του πλούτου αλλά με εξαιρετικά μικρό συντελεστή απόδοσης (πχ. Για την επέκταση του μετρό της Αθήνας στον Πειραιά κοστολογείται ένα ποσό των 600 εκατ. Ευρώ για 2000 νέες θέσεις εργασίας. Δηλ. Μία θέση κοστίζει 300000 ευρώ).

Από τη νέα δανειακή σύμβαση των 130 δις ένα κομμάτι κατευθύνεται για την αποπληρωμή των υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τους προμηθευτές του. Η λογική λέει ότι η διοχέτευση ζεστού χρήματος στην αγορά αναθερμαίνει την οικονομική δραστηριότητα και προοιωνίζει θετικούς ρυθμούς για την ανάπτυξη. Η λειτουργία της αγοράς όμως διέπεται έντονα από τυχαιότητα αλλά και από παράγοντες πρόσκαιρης ωφελιμότητας. Αυτό σημαίνει ότι λαμβάνοντας τα χρήματα οι προμηθευτές του Δημοσίου δεν είναι απαραίτητο ότι θα τα ξαναδιοχετεύσουν στην αγορά ενισχύοντας τη κίνησή της (πιθανόν ένα σημαντικό τμήμα να ξαναμπεί, όμως στην κατάσταση που είμαστε πρέπει να μπουν όλα). Συνεπώς είναι απαραίτητη μια παρεμβατική δράση μέσω κινήτρων, δράσεων και ενός πλαισίου για την επαναδιοχέτευση των χρημάτων.

Επίσης από το πακέτο της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών είναι σαφές ότι το ζεστό χρήμα που θα πάρουν οι τράπεζες θα μπορούσε να επιδιωχθεί να οδηγηθεί στη ρευστότητα της αγοράς. Οι τράπεζες όμως το πιο πιθανό είναι να επιλέξουν ασφαλείς χρηματοροές. Π.χ ΔΕΗ, ΟΤΕ και κατασκευαστικά. Κι εδώ με παρεμβάσεις θα μπορούσε να υπάρξει μια διαφορετική κατεύθυνση.
Γιατί είναι όμως αναγκαία μια διαφορετική στόχευση της ρευστότητας; Ή να το πούμε αλλιώς, που θα τοποθετούνε τα λεφτά για να έχουμε όχι πρόσκαιρες και μικρές αποδόσεις σε αναπτυξιακό επίπεδο αλλά μεσομακροπρόθεσμα και μεγάλες αποδόσεις; Αν υπολογίσουμε δε και την προσπάθεια για αυξημένη ρευστότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών που έκανε η ΕΚΤ με τη χορήγηση 1 τρις με τις δύο επιχειρήσεις τριετούς δανεισμού, χωρίς αποτέλεσμα μιας και η κρίση εξαπλώνεται σε Ισπανία και Ιταλία, τότε τίθεται σε βαθιά αμφισβήτηση το επιχείρημα της τόνωσης της οικονομίας με ζεστό χρήμα.

Έχω την εκτίμηση ότι από αυτή την επιλογή – δηλαδή το ποια κατεύθυνση θα επιλεγεί για την στόχευση της ρευστότητας – θα δημιουργηθεί, σε πρωτόλεια μορφή βέβαια, το νέο παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Άρα είναι σημαντική η επιλογή για το που θα πάνε τα όποια λεφτά διοχετευτούν στην αγορά. Ο στόχος πρέπει να είναι η αλλαγή του χαρακτήρα της ανάπτυξης με προτεραιότητα σε δραστηριότητες με μεγάλο εισοδηματικό πολλαπλασιαστή και ιδιαίτερα σε τομείς διεθνώς εμπορεύσιμους.

Η Αριστερά που ονειρευόμαστε...


Η Αριστερά που ονειρευόμαστε έχει ως ένα από τα βασικά της χαρακτηριστικά την επικοινωνία, το συνεχή διάλογο με την κοινωνία. Όχι απλώς με μια εργαλειακή χρήση αλλά με μια βαθύτερη εμπιστοσύνη στις κοινωνικές δυνάμεις.

Επιδιώκουμε την αμφίδρομη σχέση του κόμματος μας με τους πολίτες.

Αναζητούμε τους τρόπους εκείνους ώστε αυτή η αμφίδρομη σχέση να είναι δημιουργική και αποτελεσματική.

Η Δημοκρατική Αριστερά θέτει σε συνεχή κριτική και αμφισβήτηση τις ρηματικές της αναπαραστάσεις, συνομιλεί και συνδιαμορφώνει πολιτικές θέσεις μαζί με την κοινωνία των πολιτών, επαναδιαπραγματεύεται ένα νέο αξιακό ορίζοντα για την πολιτική μακριά από το εφήμερο της ιδιώτευσης, επικοινωνεί με τα νέα κοινωνικά κινήματα.

Η χορογραφία αυτών των δράσεων επαναφέρουν το Πολιτικό στο κέντρο της δημοκρατίας εντάσσοντας την ιδέα του δημόσιου λόγου και προτάσσοντας τον πολίτη μπροστά από τα όποια μικροκομματικά οφέλη.

Αναγνωρίζουμε ότι το εγχείρημα μας δεν είναι εύκολο. Επισημαίνουμε τις αντινομίες και τις δυσκολίες. Τις ιδιαιτερότητες της εποχής και την πλουραλιστική προοπτική της. Βασική μας θέση είναι ότι δεν κατέχουμε την Απόλυτη Αλήθεια. Έχουμε όμως τη βαθιά πεποίθηση ότι η τόλμη ανήκει στη σύγχρονη, την καινοτόμο Αριστερά. 

Στόχος μας είναι οι πολίτες να παράγουν πολιτική σκέψη και δράση, χωρίς την ασφυκτική κηδεμονία πεφωτισμένων ηγεσιών που γνωρίζουν καλύτερα και από πριν αυτό που είναι καλύτερο για αυτούς πριν από αυτούς ή ακόμα χειρότερα χωρίς αυτούς.

06 Απριλίου 2012

Ανάκατες σκέψεις για την οικονομική κρίση


Το Μνημόνιο ήρθε για να αντισταθμίσει τις δανειακές ανάγκες της χώρας. Πιο συγκεκριμένα η αύξηση των spreads των ελληνικών ομολόγων σε ανεξέλεγκτα επίπεδα, το έλλειμμα-ρεκόρ στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η αύξηση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, κατέστησαν ιδιαίτερα ακριβή την όποια δανειακή επαναχρηματοδότηση των αναγκών της χώρας. Η Ελλάδα οδηγήθηκε στο μηχανισμό στήριξης και στο μνημόνιο 1 με εκτροχιασμένα τα δημόσια οικονομικά, με κρατικές και επιχειρηματικές ελίτ που λυμαίνονταν το δημόσιο χώρο, με αποσαρθρωμένη παραγωγική βάση, με ένα μοντέλο παραγωγής πλούτου που στηρίζονταν στην παραγωγή εύκολου κέρδους χωρίς, από την άλλη καμία διάθεση επανεισαγωγής των κερδών στον παραγωγικό κύκλο, με δαιδαλώδη, κοστοβόρο και αντιπαραγωγικό δημόσιο τομέα. Κυρίως όμως εισήλθε με μία έκπληξη χαραγμένη στο μυαλό όλων των ελλήνων πολιτών. Δεν ήταν μακριά ο καιρός που ο τότε πρωθυπουργός και πρόεδρος της ΝΔ διακήρυσσε την σιδερένια ασφάλεια της ελληνικής οικονομίας απέναντι στους τριγμούς του χρηματοπιστωτικού συστήματος από την πτώση της φούσκας των ακινήτων στις ΗΠΑ. Δεν ήταν μακριά ο καιρός που ο μετέπειτα πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ αναφωνούσε «λεφτά υπάρχουν».

Η προσφυγή στο ΔΝΤ για την κάλυψη των δανειακών υποχρεώσεων μιας χώρας πάντα συνοδεύεται από σκληρά μέτρα διαρθρωτικής πολιτικής, που συνήθως συμπιέζουν τα χαμηλά και τα μεσαία εισοδηματικά στρώματα. Ταυτόχρονα σε επίπεδο ψυχολογικής προσέγγισης υπάρχει μια άρνηση του συλλογικού φαντασιακού να αποδεχτούμε την «επίβλεψη» επιμέρους τομέων της δραστηριότητας του ελληνικού κράτους από άλλους. Μια μορφή «ταπείνωσης» που εξειδικεύεται και στα συνθήματα περί κατοχής, Γερμανών που ξανάρχονται, απώλειας της εθνικής κυριαρχίας κτλ.

Οι βασικές παραδοχές του Μνημονίου 1 ήταν:
α) Ο ανώτατος πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης θα φτάσει το 2,7% από το 2015
β) Ο πληθωρισμός δεν προβλέπεται να ξεπεράσει το 1,5%
γ) Μέχρι το 2013 το δημόσιο χρέος επιβαρύνεται με 8% από αναλήψεις χρεών
δ) Το πρωτογενές πλεόνασμα που απαιτείται αγγίζει το 6% το 2014.
Τίποτα από αυτά δεν επιτεύχθηκε γι' αυτό και οδηγηθήκαμε στο PSI και στη νέα δανειακή σύμβαση με το Μνημόνιο 2.

Ο ιδεολογικός πυρήνας του Μνημονίου στηρίζεται στη συνταγή της εσωτερικής υποτίμησης. Αυτό σημαίνει προφανώς λιτότητα, μείωση των δαπανών του κράτους, αύξηση των φορολογικών εσόδων μέσω της αύξησης των φορολογικών συντελεστών εμμέσων και άμεσων φόρων, όπως και με την διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Κατ’ επέκταση – κι εκεί είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα – υπάρχει αποδιάρθρωση του όποιου σχεδίου κοινωνικής προστασίας.

Στο ερώτημα αν η συνταγή του Μνημονίου ήταν λάθος ή σωστή πρέπει να δούμε την ελληνική πραγματικότητα έτσι ακριβώς όπως είναι και όχι όπως θα θέλαμε να είναι για να επιτύχει το μνημόνιο. Πρέπει δλδ να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας ότι το ανώτερο πρωτογενές πλεόνασμα που πέτυχε ιστορικά η Ελλάδα είναι περίπου 3,6% το 1999.
Χρειαζόταν εσωτερική υποτίμηση; 
Η νομισματική υποτίμηση είναι μια διαδικασία που χρησιμοποιείται για να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα των εξαγόμενων προϊόντων, να μειώσει τις τιμές τους, κυρίως όμως σε χώρες που έχουν δικό τους νόμισμα. Σε μια περιφερειακή νομισματική ολοκλήρωση όπως η Ευρωζώνη, τι μπορεί να κάνει μια χώρα μέλος της ώστε να ασκήσει το εργαλείο της υποτίμησης;
Μόνο εσωτερική υποτίμηση. Με άλλους όρους η εσωτερική υποτίμηση ταυτίζεται με αυτό που λέμε αλλαγή του καταναλωτικού προτύπου, ή σε ένα άλλο επίπεδο από-ανάπτυξη. Ο άκρατος καταναλωτισμός που στήριζε και τη διεύρυνση του ΑΕΠ ήταν προφανές ότι έπρεπε να μεταβληθεί. Έπρεπε να αλλάξει το καταναλωτικό πρότυπο όχι με μια ηθικολογική προέκταση αλλά με μια επι της ουσίας συζήτηση για την οικονομική κατάσταση της χώρας. Δλδ το τι παράγεις, τι καταναλώνεις, τι έσοδα έχεις τι έξοδα κάνεις ως χώρα. Η συνταγή της εσωτερικής υποτίμησης δημιούργησε κενά διότι ήταν αποσυνδεδεμένη από την αύξηση του ΑΕΠ – από αυτό που λέμε αναπτυξιακή προοπτική – αλλά και από τις πραγματικές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας που σχετίζοταν με αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος. Δεν έλαβε υπόψη της - κυρίως στα νούμερα – τις παθογένειες της δημόσιας διοίκησης και της παραγωγικής βάσης, δεν προσδιόρισε στο βαθμό που αυτό θα ήταν εφικτό, μια άλλη δομή της οικονομίας.

Τι σημαίνει ενίσχυση της ζήτησης στην εσωτερική αγορά;
Ενίσχυση της ζήτησης σημαίνει αυξημένη αγοραστική δύναμη για τους πολίτες. Τι θα επιλέξουν όμως αυτοί να αγοράσουν; Αν λάβουμε υπόψη μας το ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι πιο πιθανό μια μη στοχευμένη αύξηση της ζήτησης να οδηγήσει σε μεταφορά πλούτου προς τις χώρες από τις οποίες προέρχονται τα εισαγόμενα προϊόντα με αποτέλεσμα ακόμη μεγαλύτερο άνοιγμα στο ισοζύγιο. Συνεπώς μια πολιτική ενίσχυσης της ζήτησης μπορεί να εξειδικευτεί σε δύο άξονες. Ο πρώτος άξονας έχει να κάνει με την ευρωπαϊκή διάσταση. Αύξηση της ζήτησης στην Ευρώπη θα οδηγήσει σε αύξηση των τιμών των προϊόντων με αποτέλεσμα την έμμεση αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων στην εγχώρια αγορά. Συνεπώς μείωση του ισοζυγίου λόγω της αύξησης της κατανάλωσης ελληνικών προϊόντων. Για να επιτευχθεί όμως αυτό είναι αναγκαία μια στοχευμένη πολιτική ανάδειξης των ελληνικών προϊόντων στην εγχώρια αγορά. Τούτο σημαίνει ότι ο δεύτερος άξονας σχετίζεται με την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων. Όμως ο πληθωρισμός στην Ελλάδα θα συνεχίσει να είναι υψηλότερος από την ευρωζώνη λόγω της συνέχισης της αύξησης του κοστους των υπηρεσιών που προσφέρει το κράτος (κυρίως λόγω της αύξησης της φορολογίας). Αν λάβουμε υπόψη μας και την αβεβαιότητα που υπάρχει για τις τιμές του πετρελαίου και των σιτηρών καθώς και για την ισοτιμία ευρώ-δολλαρίου, τότε η αύξηση στον πληθωρισμό είναι σχεδόν σίγουρη.
Οι συνέπειες είναι η μείωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων. Η αύξηση του πληθωρισμού δημιουργεί αύξηση του ελληνικού ευρώ (σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία) με αποτέλεσμα ένας από τους στόχους του Μνημονίου να καθίσταται έωλος.

Στη συνολική προστιθέμενη αξία της ελληνικής οικονομίας τα διεθνώς μη εμπορεύσιμα προϊόντα αποτελούν τουλάχιστο το 35% (30 ο δημόσιος και 5 ο κατασκευαστικός). Δεν συμπεριλαμβάνεται το μεγαλύτερο μέρος των υπηρεσιών του λιανικού εμπορίου.
Ο τομέας των υπηρεσιών παράγει το 78% του ΑΕΠ, ο βιομηχανικός το 12% και ο αγροτικός το 3,6%. Οι υπηρεσίες συμμετέχουν κατά 65% στις εξαγωγές, η μεταποίηση κατά 26% και ο αγροτικός τομέας κατά 9%.

Το φαινόμενο στασιμοπληθωρισμού που ενυπάρχει αυτή τη στιγμή στην ελληνική οικονομία είναι αποτέλεσμα όχι μόνο των διαρθρωτικών προβλημάτων της οικονομίας αλλά και των πολιτικών δημοσιονομικής προσαρμογής του Μνημονίου. Η δημοσιονομική προσαρμογή μιας χώρας θα μπορούσε να ειπωθεί ότι σχετίζεται με δύο προσανατολισμούς. Ο πρώτος είναι άμεσος και συνδέεται με τα οικονομικά αποτελέσματα της μικροοικονομίας (η περίφημη θεραπεία του σοκ), ενώ ο δεύτερος συνδέεται με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της οικονομίας. Ο πρώτος παρέχει βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα που συνήθως δίνουν χρόνο και παράταση στην οικονομία για την αποφυγή της χρεωκοπίας. Δεν ενισχύει όμως την όποια σταθεροποιητική κατάσταση σε βάθος χρόνου. Αντίθετα οξύνει κοινωνικες συγκρούσεις, διαλύει την κοινωνική συνοχή, στηρίζεται σε αναζήτηση εύκολων έσοδων και μείωσης εύκολων δαπανών (υγεία, παιδεία). Ειδικότερα η μείωση των δαπανών, λόγω της αναγκαιότητας της κατάστασης, οδηγεί σε μη ορθολογικές αποφάσεις, μη αναζήτηση ισοδυνάμων, σε ανισορροπία των ποσοτικοποιήσεων κόστους – οφέλους. Το πρόβλημα αυτό φάνηκε έντονα στην ελληνική περίπτωση όπου η αναγκαία παρουσίαση ευνοϊκών οικονομικών μεγεθών για την εκταμίευση των δόσεων του δανειου οδήγησε σε νομοθετικά εξαμβλώματα, σε αναβλητικότητα για τις απαραίτητες μεταρρυθμιστικές τομές και σε μια λατρεία των αριθμών.
Ο δεύτερος προσανατολισμός έχει να κάνει με την μακροσκοπική εικόνα της οικονομίας. Τομές και ρήξεις με το παρελθόν, μεταρρυθμίσεις που απαιτούν ρίσκα αλλά και κοινωνική αποδοχή, στόχευση για το μέλλον του παραγωγικού δυναμικού, βέλτιστη εκμετάλλευση των πόρων για το καλύτερο αποτέλεσμα, αναζήτηση εναλλακτικών σεναρίων για την σπάνιν των πόρων.

Σημαντικός επίσης παράγοντας στην επιτυχία ή αποτυχία ενός προγράμματος διαρθρωτικών αλλαγών είναι η χρονική αλληλουχία των μέτρων που λαμβάνονται. Ακόμη και με τη νεοφιλελευθέρη σκοπιά αν το δει κάποιος προηγούνται οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις κι έπονται οι μισθολογικές παρεμβάσεις. Επίσης στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προηγούνται οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντος και μετά στην αγορά εργασίας που είναι πιο επώδυνες.

Η ανταγωνιστικοτητα τιμών δεν είναι κρίσιμο μέγεθος για την βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου. Οικονομετρικά υποδείγματα δηλώνουν την πολύ μικρή ευεργετική επίδραση στην ανταγωνιστικότητα. Επιχειρήματα που υποστηρίζουν ότι από το τίποτα κάτι είναι κι αυτό υποδαυλίζουν την αναβλητικότητα στην βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας.

23 Φεβρουαρίου 2012

Περί εκτίμησης κόστους – οφέλους. Μια συζήτηση για το βασικό μισθό.


Πάντοτε κάθε πολιτική στρατηγική επικεντρώνεται στην εξεύρεση αποδείξεων ότι τα οφέλη της εφαρμογής της είναι περισσότερα από τα κόστη της. Έτσι διάφορες αυτάρεσκες αναλύσεις με το προσωπείο της “επιστημονικής αλήθειας” χρησιμοποιούνται κατά κόρον για την καλό της μιας ή της άλλης πολιτικής. Ακόμη πιο έντονα παρουσιάζεται αυτό στην οικονομία, παρά του ότι οι προβλέψεις για τις μελλοντικές καταστάσεις διέπονται από υψηλά ποσοστά αβεβαιότητας λόγω δυσμενέστερων ή ευνοϊκότερων εξελίξεων, πάντοτε αναφορικά με τα οικονομικά μεγέθη. Αυτές οι εκτιμήσεις κόστους-οφέλους διέπονται επίσης από πολλές “γκρίζες ζώνες” και μάλιστα τις περισσότερες φορές αρκετά μεροληπτικά.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εκτίμηση για την μείωση του βασικού μισθού. Η κυρίαρχη άποψη συγκλίνει στο συμπέρασμα ότι η μείωση του βασικού μισθού οδηγεί προφανώς σε μείωση του μισθολογικού κόστους με αποτέλεσμα την αύξηση των άμεσων επενδύσεων από το ιδιωτικό κεφάλαιο, την μείωση των τιμών των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας με βάση το κόστος. Δεν μπαίνει στη συζήτηση καθόλου η επίδραση που έχουν τα ανελαστικά κόστη (τιμές πετρελαίου, ενέργειας, διοικητικά έξοδα, κόστη μεταφοράς), τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων ή ακόμη και τα ιστορικά πλαίσια μιας οικονομίας. Ταυτόχρονα δεν υπολογίζονται οι ζημιές α) σωματικής και πνευματικής φθοράς από ανεπαρκή διατροφή, ακατάλληλη σίτηση, ανεπαρκή ιατρική περίθαλψη, β) αύξησης της μικροπαραβατικότητας, γ) χαμηλής επένδυσης στην εκπαίδευση και την επαγγελματική ειδίκευση, δ) διαβίωσης σε ακάθαρτες μη ασφαλείς περιοχές, ε) δοσοληψίας με την αστυνομία, τα δικαστήρια και τις φυλακές. Αν υπήρχαν ποσοτικοποιημένες αυτές οι ζημιές και ήταν ενσωματωμένες στην εκτίμηση κόστους – οφέλους για την μείωση του βασικού μισθού τότε μπορεί η εκτίμηση αυτή να οδηγούσε σε διαφορετικά συμπεράσματα. Δηλαδή, κάθε μελέτη κόστους – οφέλους πραγματεύεται επιλεκτικά μόνο κάποιες από τις επιδράσεις που έχει το κύριο ερώτημα.

Με τον ίδιο τρόπο τα συνδικάτα αποδεικνύουν ότι οι αυξήσεις των βασικών μισθών επιφέρουν κοινωνική γαλήνη, αύξηση του βιοτικού επιπέδου, ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής κ.α. Δεν αναφέρονται ή δεν υπολογίζουν το όποιο πιθανό κόστος θα έχει η αύξηση του μισθού στην απασχόληση, στις τιμές των προϊόντων ή στην προσέλκυση άμεσων επενδύσεων.

Τελικά εκείνο που κερδίζει την πολιτική μάχη δεν είναι η “επιστημονικότητα” της απόδειξης αλλά το πόσους πόρους από τις δημόσιες σχέσεις έχει δεσμεύσει η κάθε πλευρά.