02 Νοεμβρίου 2011

Μια εκρηκτική καταδίκη

Η 28η Οκτωβρίου 2011 θα μείνει στην ιστορική μνήμη για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι φυσικά η ματαίωση της στρατιωτικής παρέλασης στη Θεσσαλονίκη και ο δεύτερος η χωρίς όρια, κρίση και σκέψη, συμμετοχή πολλών από το πλήθος που πήγαν να παρακολουθήσουν την παρέλαση, στις αποδοκιμασίες απέναντι στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αλλά και συλλήβδην στο πολιτικό σύστημα. Μια σοβαρή ανάλυση είναι αναγκαίο να αξιολογήσει τα γεγονότα και να δει τις επιπτώσεις, λαμβάνοντας υπόψη της όλα τα δεδομένα. Αυτό θα προσπαθήσουμε να πράξουμε παρακάτω.
 Ευθύς εξαρχής να αναφέρουμε ότι είμαστε ενάντια στη διεξαγωγή των παρελάσεων και δη των στρατιωτικών διότι δεν θεωρούμε ότι παίζουν κάποιο ρόλο στην κατανόηση της ιστορίας και στη συλλογική μνήμη. Η αξιακή αυτή στάση μας έχει να κάνει όχι μόνο με το ότι οι παρελάσεις είναι απότοκο μιας περιόδου εθνικής διχοτόμησης βάση του σχήματος εθνικόφρονες-μη εθνικόφρονες, αλλά και για λόγους κοινωνικού, πολιτικού και ιστορικού εκσυγχρονισμού. Η ιστορική μνήμη κατακτιέται με κριτική γνώση και παιδεία και όχι με μιμητικό βηματισμό. Η τιμή στους προγόνους αποδίδεται με διεύρυνση και εμβάθυνση της δημοκρατίας και όχι με συμμετοχή σε στείρες εορταστικές εκδηλώσεις. Οι στρατιωτικές και οι μαθητικές παρελάσεις προφανώς δεν χρειάζονται. Οι όροι όμως του κοινού δημοκρατικού συμβολαίου βοηθούν όποιον είναι αντίθετος στις παρελάσεις να μην συμμετέχει σε αυτές, ενώ του δίνουν τη δυνατότητα σε θεσμικό επίπεδο να εισηγείται την κατάργησή τους.
 Αναμφισβήτητα ο εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου αναφέρεται στην τιμή και στη μνήμη του αντιφασιστικού αγώνα του ελληνικού λαού. Ανεξάρτητα του πως ο καθένας αντιλαμβάνεται την απόδοση τιμής στους αγωνιστές, ενέργειες που προσβάλουν μια σημαντική μέρα που συμβολίζει το μεγάλο αντιφασιστικό αγώνα, δημιουργούν έντονες διαδικασίες αποσάρθρωσης των όποιων διεκδικήσεων για δημοκρατική εμβάθυνση, ακόμη και διαδικασίες επιβολής της μια άποψης . Έχουμε σαφώς ταχθεί κατά των στρατιωτικών παρελάσεων αλλά αυτό δε σημαίνει ότι επιβάλλουμε την κατάργηση τους .Εξάλλου η όποια επιβολή της κατάργησής τους είναι πιθανόν να δημιουργήσει αντίρροπες πράξεις που θα καταργούν πολύ πιο εύκολα τις δυνατότητες για δράσεις που κάνουν διάφορες δυνάμεις της Αριστεράς. Ταυτόχρονα όμως δεν πιστεύουμε ότι οι παρελάσεις αποτελούν χώρο για την έκφραση των πολιτικών διαφορών και συγκρούσεων. Η αξιοποίηση τους για τη δημιουργία τηλεοπτικής εικόνας νικηφόρας μάχης (αλήθεια ενάντια σε ποιον παρατεταγμένο εχθρό; ) και η μέθη για την φαντασιακή λαϊκή κατάληψη του δρόμου (από ποιόν;) δε συνιστούν νίκη του λαϊκού κινήματος αλλά αντίθετα μια κινηματική φαντασίωση που επιδεινώνει τους συσχετισμούς και την προώθηση προοδευτικών λύσεων. Κι αυτό γιατί προσβάλει την αντιφασιστική μνήμη ταυτίζοντας την ημέρα με αντιδράσεις δεξιού χαρακτήρα, δίνοντας τη δυνατότητα στο ΛΑΟΣ και τη ΝΔ να κινδυνολογήσουν υπέρ μιας νέας χλωμής εθνικολαϊκής ενότητας..Ταυτόχρονα επιχειρεί, παρουσιάζοντας τη χώρα υπό καθεστώς κατοχής, να συντηρήσει τον εθνικισμό και να αναζωπυρώσει συντηρητικές διεξόδους.
 Στο παρελθόν πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς χρησιμοποιούσαν την παρέμβαση κατά την διάρκεια της παρέλασης ως μέσο αντιεθνικιστικού ακτιβισμού και έκφρασης αντίστοιχων μηνυμάτων. Δεν ήταν ποτέ μια σοβαρή μάχη – κάποιες συγκρούσεις για τα μάτια του κόσμου μέσω της τηλεόρασης, χωρίς όμως να είναι επικίνδυνη για κανέναν. Ήταν θα λέγαμε μια πολιτική σύγκρουση για τα τηλεοπτικά δελτία, χωρίς όμως το επίδικο να αναδεικνύεται σε κοινωνικό ζητούμενο, μιας και κανείς από τους “συγκρουόμενους” δεν ενδιαφερόταν να το εντάξει σε μια προσέγγιση θεσμικού εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας.
 Για τις κοινοβουλευτικές δυνάμεις της Αριστεράς η πολιτική ανυπακοή αφορούσε πάντα την υπεράσπιση πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που παραβιάζονταν ή εξαλείφονταν Η ανυπακοή ως τέτοια πράξη εμπεριείχε το στοιχείο της διακινδύνευσης, όχι μόνο της σωματικής ακεραιότητας αλλά και της ζωής αυτού που την έπραττε . Θυμίζουμε χαρακτηριστικά ότι το 80-81 δόθηκαν μάχες για να καταθέτουν στεφάνια οι οργανώσεις της Εθνικής Αντίστασης - που δεν είχαν ακόμη αναγνωρισθεί – σε σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής. Όταν αυτό γινόταν κατορθωτό δεν ήταν πάντα χωρίς απώλειες, όπως συνέβη με τη δολοφονία του μέλους του ΚΚΕ, αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Τάσου Μαγλαρίδη στην κατάθεση στεφανιού στη Νεάπολη, μετά από επίθεση της Χωροφυλακής.
 Τα επεισόδια όμως της 28ης Οκτωβρίου δεν χαρακτηρίζονται ούτε από μια διάθεση υπεράσπισης πολιτικών δικαιωμάτων, ούτε από την ανάδειξη ενός συλλογικού αντιεθνικιστικού αιτήματος. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρειη Washington Post: «Οι διαδηλωτές αποτελούνταν από αριστερούς, αναρχικούς, νεο-ναζί, ανθρώπους που έχουν κουραστεί από τις πολιτικές λιτότητας της κυβέρνησης, καθώς και από οπαδούς της τοπικής ομάδας Ηρακλής που "έπεσε" από την πρώτη κατηγορία, εξαιτίας οικονομικών παρατυπιών». Τα επεισόδια σημαδεύονται από την μηδενιστική εκδοχή της αγανάκτησης. Χωροθετούνται από την θεοποίηση της Πράξης απέναντι στην ορθολογικότητα της Σκέψης. Ιεροποιούν την κατά μόνας “μούτζα” χωρίς το συμβατό πλαίσιο συλλογικών διεκδικήσεων. Αναδεικνύουν την άρνηση κάθε είδους διαμεσολάβησης, την ύπαρξη κάθε είδους συλλογικού και πολιτικού υποκειμένου, προς όφελος των ατομικών πράξεων και της κατ' ουσίας υπονόμευσης του αγώνα για ένα καλύτερο μέλλον. Υπερασπίζονται έναν θολό σκοπό χωρίς να δίνουν σημασία στα μέσα. Σε αυτό το πλαίσιο πόσο δικαιολογημένη είναι η αποπομπή του Προέδρου της Δημοκρατίας ;
 Η αγανάκτηση των εργαζόμενων πολιτών είναι δικαιολογημένη. Η άνιση κατανομή των βαρών έχει επιτελεστεί με ιδιαίτερα σκληρό τρόπο. Δεν είναι όμως δικαιολογημένη η αγανάκτηση των εθνικά απόντων (φοροδιαφεύγοντες, προσοδοθήρες, συντεχνίες με διαπραγματευτική ισχύ με πρώτη και καλύτερη την οικονομική ελίτ). Στη χώρα μας είναι συνηθισμένο να ενοποιούνται όλες οι κοινωνικές ομάδες στην εκμετάλλευση του δημόσιου χώρου που λειτουργούσε ως ο τελικός πάροχος ευμάρειας. Πολλοί αγανακτούν για τις περιορισμένες πια δυνατότητες του πελατειακού συστήματος να τους προσφέρει τις δανεικές ανέσεις του παρελθόντος – μικρές ή μεγάλες. Αυτός ο συνωστισμός αγανακτούντων για διάφορους λόγους ,ο μη διαχωρισμός τους σε αγανακτούντες λόγω απώλειας των πελατειακών πλεονεκτημάτων και σε αγανακτούντες λόγω της άνισης κατανομής των βαρών εις βάρος της μισθωτής εργασίας και του κοινωνικού κράτους, η συλλήβδην καταδίκη του πολιτικού συστήματος και η μηδενιστική απάντηση στο ερώτημα “μετά την κρίση τι;” μειώνουν το αξιακό φορτίο του αγώνα και συσκοτίζουν τις προθέσεις και τους στόχους του. Επιτρέπεται έτσι να αγανακτούν όλοι εναντίον όλων.
 Η αγανάκτηση και το δημοκρατικό δικαίωμα των πολιτών να αγωνίζονται , να απεργούν , να διαδηλώνουν δε σημαίνει ταυτόχρονα και δικαίωμα να παραβιάζονται τα δικαιώματα και να προσβάλλεται η ανθρώπινη και πολιτική υπόσταση των άλλων. Οι ύβρεις και απόδοση μειωτικών χαρακτηρισμών, η λεκτική και η απροκάλυπτη σωματική βία δεν πρέπει να εγγράφονται στο DNA της Αριστεράς. Δεν υποστηρίζουμε ότι ο λαός έχει πάντα δίκιο. Γι' αυτό και δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε απόψεις που μεταφράζουν τα επεισόδια ως “λαϊκή εκδήλωση ιερής αγανάκτησης και οργής”. Όσο φανερή είναι η αγανάκτηση άλλο τόσο αναγκαία είναι η ισχυροποίηση των δημοκρατικών αξιών. Η Αριστερά δεν έχει κανένα δικαίωμα έναντι της ιστορίας της να συνδράμει σε ένα κράμα αντικοινοβουλευτισμού που τροφοδοτεί την ακροδεξιά λογική συρρίκνωσης των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Διότι ποιος δεν καταλαβαίνει ότι οι ύβρεις στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, οι μούτζες, ο χαρακτηρισμός “προδότες” στους πολιτικούς δεν τροφοδοτούν την εκτροπή και δεν ανοίγουν το δρόμο για αντιδραστικές λύσεις; Οι πολίτες που ασφυκτιούν από το σημερινό δύσμοσμο πολιτικό σκηνικό και κατεβαίνουν στους δρόμους δεν είναι αναλώσιμο υλικό για επιβεβαίωση αριστερών επαναστατικών ονειρώξεων, αναρχικών δυστοπιών ή της όποιας εθνικιστικής μανιέρας. Αντίθετα συμμετέχουν σε μια συγκρουσιακή στιγμή που πρέπει να γίνει η απαρχή μιας νέας σύνθεσης, της ανάδειξης ενός νέου εθνικού δρώντα που θα σημάνει επαναπροσδιορισμό των χρήσιμων δυνάμεων για τον τόπο και την δημοκρατία.
 Από την άλλη η δημόσια εικόνα της χώρας σε αυτή τη φάση διαδραματίζει σημαντικό ρόλο .Η χώρα αυτή δεν μπορεί να συμπεριφέρεται στο οικονομικό πεδίο ως τοξικό και στο πεδίο των κοινωνικών διεργασιών ως χώρο που δεν κατανοεί την κρισιμότητα της φάσης την οποία διέρχεται. Δηλαδή η όποια κοινωνική διεργασία παρά του ότι διέρχεται μέσα από τους διαύλους της ενδεχομενικότητας, έχει όλες εκείνες τις βάσεις για την ανάδειξη της θετικής λύσης. Έχει δηλαδή κάποιες σταθερές που δεν μπορεί παρά να σχετίζονται με τις αξίες της δημοκρατίας, του διαλόγου, της χρησιμότητας για το κοινωνικό σύνολο. Η δημόσια εικόνα έχει να κάνει και με το βαθμό αξιοπιστίας, κυρίως προς στο εξωτερικό, αλλά και με το βαθμό ασφαλούς και ευημερεύουσας ζωής στο εσωτερικό. Αυτό βέβαια έχει σχέση με την πράξη των κυβερνώντων αλλά και με την πράξη των πολιτών. Φυσικά δεν εννοούμε μια υποκύπτουσα κοινή γνώμη αλλά μια συντεταγμένη κοινή γνώμη που αγωνίζεται για την δημοσιονομική εξυγίανση και τις αναγκαίες ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις.
 Η συλλήβδην καταδίκη του πολιτικού συστήματος, που αναμφισβήτητα έχει βαλτώσει και έχει νεκρώσει τις όποιες δημιουργικές δυνάμεις παραμένουν στη χώρα, κρύβει έντεχνα τις παθογένειες αυτού του συστήματος. Αυτό θα ήταν κάτω από οποιασδήποτε άλλες συνθήκες εποικοδομητικό και πιθανόν λυτρωτικό. Όμως τώρα το μόνο που καλλιεργεί είναι ο αντικοινοβουλευτισμός και η σχοινοβασία πάνω σε τεντωμένο σχοινί.

*Για την συγγραφή του άρθρου πολύτιμες ήταν οι σκόρπιες σκέψεις του Σάκη Παπαθανασίου