Αν ο κύκλος των συζητήσεων για τις επιπτώσεις των Μνημονίων καλά κρατεί, ένας νέος κύκλος ανοιγει επιτακτικά για τη χώρα. Μπροστά στο σπιράλ ύφεσης, πληθωρισμού, χρέους, ελλειμμάτων αντιπαρατίθεται πλέον το ερώτημα της αναπτυξιακής διαδικασίας. Όμως το ερώτημα παραμένει αποκαμωμένο από απαντήσεις δύστοπες χωρίς εννοιολογική υπόσταση. Μεταφέρεται έτσι στο διηνεκές μια συζήτηση που πρέπει να είναι και άμεση χρονικά αλλά και να προηγείται στην ακολουθούμενη πρακτική πολιτική.
Τι σημαίνει ανάπτυξη; Ανάπτυξη είναι η βελτίωση της παραγωγής πλούτου από τους οικονομικούς συντελεστές. Σχηματικά η αύξηση του εγχώριου παραγόμενου προϊόντος σημαίνει ότι είμαστε σε αναπτυξιακή διαδικασία. Και το ερώτημα τίθεται επί τάπητος: σε αναπτυξιακή ή σε μεγεθυντική;
Για να βελτιώσει μια χώρα το παραγόμενο προϊόν υπάρχουν δύο βασικοί δρώντες. Το δημόσιο ή αλλιώς η επιχειρηματικότητα του δημοσίου και η ιδιωτική πρωτοβουλία. Σε μια εποχή όπου βασική συνισταμένη όλων των πολιτικών είναι η μείωση των ελλειμμάτων, των δαπανών του δημοσίου, και συνακόλουθα του δημόσιου χρέους, η όποια συζήτηση περί προγράμματος δημοσίων επενδύσεων καθίσταται αυτομάτως ιδιαίτερα προβληματική. Μόνο σε περιπτώσεις συνέργειας με την ΕΕ θα μπορούσε το ελληνικό δημόσιο να συμμετάσχει σε αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, κυρίως όμως σε προγράμματα και έργα που άπτονται υποδομών της χώρας. Έτσι το ΕΣΠΑ σε συνεργασία με την Task Force αλλά και Περιφερειακοί Σχεδιασμοί κυρίως προσανατολίζονται σε κατασκευαστικά μεγάλα έργα τα οποία κοστίζουν, συνεισφέρουν βεβαίως με θέσεις εργασίας και πρόσκαιρη αύξηση του πλούτου αλλά με εξαιρετικά μικρό συντελεστή απόδοσης (πχ. Για την επέκταση του μετρό της Αθήνας στον Πειραιά κοστολογείται ένα ποσό των 600 εκατ. Ευρώ για 2000 νέες θέσεις εργασίας. Δηλ. Μία θέση κοστίζει 300000 ευρώ).
Από τη νέα δανειακή σύμβαση των 130 δις ένα κομμάτι κατευθύνεται για την αποπληρωμή των υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τους προμηθευτές του. Η λογική λέει ότι η διοχέτευση ζεστού χρήματος στην αγορά αναθερμαίνει την οικονομική δραστηριότητα και προοιωνίζει θετικούς ρυθμούς για την ανάπτυξη. Η λειτουργία της αγοράς όμως διέπεται έντονα από τυχαιότητα αλλά και από παράγοντες πρόσκαιρης ωφελιμότητας. Αυτό σημαίνει ότι λαμβάνοντας τα χρήματα οι προμηθευτές του Δημοσίου δεν είναι απαραίτητο ότι θα τα ξαναδιοχετεύσουν στην αγορά ενισχύοντας τη κίνησή της (πιθανόν ένα σημαντικό τμήμα να ξαναμπεί, όμως στην κατάσταση που είμαστε πρέπει να μπουν όλα). Συνεπώς είναι απαραίτητη μια παρεμβατική δράση μέσω κινήτρων, δράσεων και ενός πλαισίου για την επαναδιοχέτευση των χρημάτων.
Επίσης από το πακέτο της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών είναι σαφές ότι το ζεστό χρήμα που θα πάρουν οι τράπεζες θα μπορούσε να επιδιωχθεί να οδηγηθεί στη ρευστότητα της αγοράς. Οι τράπεζες όμως το πιο πιθανό είναι να επιλέξουν ασφαλείς χρηματοροές. Π.χ ΔΕΗ, ΟΤΕ και κατασκευαστικά. Κι εδώ με παρεμβάσεις θα μπορούσε να υπάρξει μια διαφορετική κατεύθυνση.
Γιατί είναι όμως αναγκαία μια διαφορετική στόχευση της ρευστότητας; Ή να το πούμε αλλιώς, που θα τοποθετούνε τα λεφτά για να έχουμε όχι πρόσκαιρες και μικρές αποδόσεις σε αναπτυξιακό επίπεδο αλλά μεσομακροπρόθεσμα και μεγάλες αποδόσεις; Αν υπολογίσουμε δε και την προσπάθεια για αυξημένη ρευστότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών που έκανε η ΕΚΤ με τη χορήγηση 1 τρις με τις δύο επιχειρήσεις τριετούς δανεισμού, χωρίς αποτέλεσμα μιας και η κρίση εξαπλώνεται σε Ισπανία και Ιταλία, τότε τίθεται σε βαθιά αμφισβήτηση το επιχείρημα της τόνωσης της οικονομίας με ζεστό χρήμα.
Έχω την εκτίμηση ότι από αυτή την επιλογή – δηλαδή το ποια κατεύθυνση θα επιλεγεί για την στόχευση της ρευστότητας – θα δημιουργηθεί, σε πρωτόλεια μορφή βέβαια, το νέο παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Άρα είναι σημαντική η επιλογή για το που θα πάνε τα όποια λεφτά διοχετευτούν στην αγορά. Ο στόχος πρέπει να είναι η αλλαγή του χαρακτήρα της ανάπτυξης με προτεραιότητα σε δραστηριότητες με μεγάλο εισοδηματικό πολλαπλασιαστή και ιδιαίτερα σε τομείς διεθνώς εμπορεύσιμους.
2 σχόλια:
Στο μετρό κοστολογείς τη θέση εργασίας, αλλά δεν καταγράφεις το κέρδος από τη βελτίωση της ποιότητας ζωής (ταχύτητα, μειωμένοι ρύποι κλπ) κι άλλα θετικά που θα κόστιζαν σε περίθαλψη, εμπορική κίνηση κ.ά.τ.
Σχετικά με τις τράπεζες συμφωνούμε απολύτως. Χωρίς μία θεσμική/συμβατική υπχορέωση να μεταφερθεί η ρευστότητα ως επιχειρηματικά δάνεια στην αγορά, δεν πρόκειται να γίνει τίποτα. Το θέμα είναι ακριβώς αυτό που ονομάζουμε αγορά είναι ουσιαστικά η μεσοαστική επιχειρηματικότητα, στην οποία στοχεύει το σύστημα το ίδιο. Καμία πολιτική δύναμη δε φαίνεται διατεθειμένη να στηρίξει τη μεσοαστική οικονομική δραστηριότητα και αναλόγως κι οι τράπεζες.
Καλή επιτυχία!
Δημοσίευση σχολίου