Το Μνημόνιο ήρθε για να αντισταθμίσει τις δανειακές ανάγκες της χώρας. Πιο συγκεκριμένα η αύξηση των spreads των ελληνικών ομολόγων σε ανεξέλεγκτα επίπεδα, το έλλειμμα-ρεκόρ στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η αύξηση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, κατέστησαν ιδιαίτερα ακριβή την όποια δανειακή επαναχρηματοδότηση των αναγκών της χώρας. Η Ελλάδα οδηγήθηκε στο μηχανισμό στήριξης και στο μνημόνιο 1 με εκτροχιασμένα τα δημόσια οικονομικά, με κρατικές και επιχειρηματικές ελίτ που λυμαίνονταν το δημόσιο χώρο, με αποσαρθρωμένη παραγωγική βάση, με ένα μοντέλο παραγωγής πλούτου που στηρίζονταν στην παραγωγή εύκολου κέρδους χωρίς, από την άλλη καμία διάθεση επανεισαγωγής των κερδών στον παραγωγικό κύκλο, με δαιδαλώδη, κοστοβόρο και αντιπαραγωγικό δημόσιο τομέα. Κυρίως όμως εισήλθε με μία έκπληξη χαραγμένη στο μυαλό όλων των ελλήνων πολιτών. Δεν ήταν μακριά ο καιρός που ο τότε πρωθυπουργός και πρόεδρος της ΝΔ διακήρυσσε την σιδερένια ασφάλεια της ελληνικής οικονομίας απέναντι στους τριγμούς του χρηματοπιστωτικού συστήματος από την πτώση της φούσκας των ακινήτων στις ΗΠΑ. Δεν ήταν μακριά ο καιρός που ο μετέπειτα πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ αναφωνούσε «λεφτά υπάρχουν».
Η προσφυγή στο ΔΝΤ για την κάλυψη των δανειακών υποχρεώσεων μιας χώρας πάντα συνοδεύεται από σκληρά μέτρα διαρθρωτικής πολιτικής, που συνήθως συμπιέζουν τα χαμηλά και τα μεσαία εισοδηματικά στρώματα. Ταυτόχρονα σε επίπεδο ψυχολογικής προσέγγισης υπάρχει μια άρνηση του συλλογικού φαντασιακού να αποδεχτούμε την «επίβλεψη» επιμέρους τομέων της δραστηριότητας του ελληνικού κράτους από άλλους. Μια μορφή «ταπείνωσης» που εξειδικεύεται και στα συνθήματα περί κατοχής, Γερμανών που ξανάρχονται, απώλειας της εθνικής κυριαρχίας κτλ.
Οι βασικές παραδοχές του Μνημονίου 1 ήταν:
α) Ο ανώτατος πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης θα φτάσει το 2,7% από το 2015
β) Ο πληθωρισμός δεν προβλέπεται να ξεπεράσει το 1,5%
γ) Μέχρι το 2013 το δημόσιο χρέος επιβαρύνεται με 8% από αναλήψεις χρεών
δ) Το πρωτογενές πλεόνασμα που απαιτείται αγγίζει το 6% το 2014.
Τίποτα από αυτά δεν επιτεύχθηκε γι' αυτό και οδηγηθήκαμε στο PSI και στη νέα δανειακή σύμβαση με το Μνημόνιο 2.
Ο ιδεολογικός πυρήνας του Μνημονίου στηρίζεται στη συνταγή της εσωτερικής υποτίμησης. Αυτό σημαίνει προφανώς λιτότητα, μείωση των δαπανών του κράτους, αύξηση των φορολογικών εσόδων μέσω της αύξησης των φορολογικών συντελεστών εμμέσων και άμεσων φόρων, όπως και με την διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Κατ’ επέκταση – κι εκεί είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα – υπάρχει αποδιάρθρωση του όποιου σχεδίου κοινωνικής προστασίας.
Στο ερώτημα αν η συνταγή του Μνημονίου ήταν λάθος ή σωστή πρέπει να δούμε την ελληνική πραγματικότητα έτσι ακριβώς όπως είναι και όχι όπως θα θέλαμε να είναι για να επιτύχει το μνημόνιο. Πρέπει δλδ να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας ότι το ανώτερο πρωτογενές πλεόνασμα που πέτυχε ιστορικά η Ελλάδα είναι περίπου 3,6% το 1999.
Χρειαζόταν εσωτερική υποτίμηση;
Η νομισματική υποτίμηση είναι μια διαδικασία που χρησιμοποιείται για να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα των εξαγόμενων προϊόντων, να μειώσει τις τιμές τους, κυρίως όμως σε χώρες που έχουν δικό τους νόμισμα. Σε μια περιφερειακή νομισματική ολοκλήρωση όπως η Ευρωζώνη, τι μπορεί να κάνει μια χώρα μέλος της ώστε να ασκήσει το εργαλείο της υποτίμησης;
Μόνο εσωτερική υποτίμηση. Με άλλους όρους η εσωτερική υποτίμηση ταυτίζεται με αυτό που λέμε αλλαγή του καταναλωτικού προτύπου, ή σε ένα άλλο επίπεδο από-ανάπτυξη. Ο άκρατος καταναλωτισμός που στήριζε και τη διεύρυνση του ΑΕΠ ήταν προφανές ότι έπρεπε να μεταβληθεί. Έπρεπε να αλλάξει το καταναλωτικό πρότυπο όχι με μια ηθικολογική προέκταση αλλά με μια επι της ουσίας συζήτηση για την οικονομική κατάσταση της χώρας. Δλδ το τι παράγεις, τι καταναλώνεις, τι έσοδα έχεις τι έξοδα κάνεις ως χώρα. Η συνταγή της εσωτερικής υποτίμησης δημιούργησε κενά διότι ήταν αποσυνδεδεμένη από την αύξηση του ΑΕΠ – από αυτό που λέμε αναπτυξιακή προοπτική – αλλά και από τις πραγματικές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας που σχετίζοταν με αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος. Δεν έλαβε υπόψη της - κυρίως στα νούμερα – τις παθογένειες της δημόσιας διοίκησης και της παραγωγικής βάσης, δεν προσδιόρισε στο βαθμό που αυτό θα ήταν εφικτό, μια άλλη δομή της οικονομίας.
Τι σημαίνει ενίσχυση της ζήτησης στην εσωτερική αγορά;
Ενίσχυση της ζήτησης σημαίνει αυξημένη αγοραστική δύναμη για τους πολίτες. Τι θα επιλέξουν όμως αυτοί να αγοράσουν; Αν λάβουμε υπόψη μας το ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι πιο πιθανό μια μη στοχευμένη αύξηση της ζήτησης να οδηγήσει σε μεταφορά πλούτου προς τις χώρες από τις οποίες προέρχονται τα εισαγόμενα προϊόντα με αποτέλεσμα ακόμη μεγαλύτερο άνοιγμα στο ισοζύγιο. Συνεπώς μια πολιτική ενίσχυσης της ζήτησης μπορεί να εξειδικευτεί σε δύο άξονες. Ο πρώτος άξονας έχει να κάνει με την ευρωπαϊκή διάσταση. Αύξηση της ζήτησης στην Ευρώπη θα οδηγήσει σε αύξηση των τιμών των προϊόντων με αποτέλεσμα την έμμεση αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων στην εγχώρια αγορά. Συνεπώς μείωση του ισοζυγίου λόγω της αύξησης της κατανάλωσης ελληνικών προϊόντων. Για να επιτευχθεί όμως αυτό είναι αναγκαία μια στοχευμένη πολιτική ανάδειξης των ελληνικών προϊόντων στην εγχώρια αγορά. Τούτο σημαίνει ότι ο δεύτερος άξονας σχετίζεται με την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων. Όμως ο πληθωρισμός στην Ελλάδα θα συνεχίσει να είναι υψηλότερος από την ευρωζώνη λόγω της συνέχισης της αύξησης του κοστους των υπηρεσιών που προσφέρει το κράτος (κυρίως λόγω της αύξησης της φορολογίας). Αν λάβουμε υπόψη μας και την αβεβαιότητα που υπάρχει για τις τιμές του πετρελαίου και των σιτηρών καθώς και για την ισοτιμία ευρώ-δολλαρίου, τότε η αύξηση στον πληθωρισμό είναι σχεδόν σίγουρη.
Οι συνέπειες είναι η μείωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων. Η αύξηση του πληθωρισμού δημιουργεί αύξηση του ελληνικού ευρώ (σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία) με αποτέλεσμα ένας από τους στόχους του Μνημονίου να καθίσταται έωλος.
Στη συνολική προστιθέμενη αξία της ελληνικής οικονομίας τα διεθνώς μη εμπορεύσιμα προϊόντα αποτελούν τουλάχιστο το 35% (30 ο δημόσιος και 5 ο κατασκευαστικός). Δεν συμπεριλαμβάνεται το μεγαλύτερο μέρος των υπηρεσιών του λιανικού εμπορίου.
Ο τομέας των υπηρεσιών παράγει το 78% του ΑΕΠ, ο βιομηχανικός το 12% και ο αγροτικός το 3,6%. Οι υπηρεσίες συμμετέχουν κατά 65% στις εξαγωγές, η μεταποίηση κατά 26% και ο αγροτικός τομέας κατά 9%.
Το φαινόμενο στασιμοπληθωρισμού που ενυπάρχει αυτή τη στιγμή στην ελληνική οικονομία είναι αποτέλεσμα όχι μόνο των διαρθρωτικών προβλημάτων της οικονομίας αλλά και των πολιτικών δημοσιονομικής προσαρμογής του Μνημονίου. Η δημοσιονομική προσαρμογή μιας χώρας θα μπορούσε να ειπωθεί ότι σχετίζεται με δύο προσανατολισμούς. Ο πρώτος είναι άμεσος και συνδέεται με τα οικονομικά αποτελέσματα της μικροοικονομίας (η περίφημη θεραπεία του σοκ), ενώ ο δεύτερος συνδέεται με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της οικονομίας. Ο πρώτος παρέχει βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα που συνήθως δίνουν χρόνο και παράταση στην οικονομία για την αποφυγή της χρεωκοπίας. Δεν ενισχύει όμως την όποια σταθεροποιητική κατάσταση σε βάθος χρόνου. Αντίθετα οξύνει κοινωνικες συγκρούσεις, διαλύει την κοινωνική συνοχή, στηρίζεται σε αναζήτηση εύκολων έσοδων και μείωσης εύκολων δαπανών (υγεία, παιδεία). Ειδικότερα η μείωση των δαπανών, λόγω της αναγκαιότητας της κατάστασης, οδηγεί σε μη ορθολογικές αποφάσεις, μη αναζήτηση ισοδυνάμων, σε ανισορροπία των ποσοτικοποιήσεων κόστους – οφέλους. Το πρόβλημα αυτό φάνηκε έντονα στην ελληνική περίπτωση όπου η αναγκαία παρουσίαση ευνοϊκών οικονομικών μεγεθών για την εκταμίευση των δόσεων του δανειου οδήγησε σε νομοθετικά εξαμβλώματα, σε αναβλητικότητα για τις απαραίτητες μεταρρυθμιστικές τομές και σε μια λατρεία των αριθμών.
Ο δεύτερος προσανατολισμός έχει να κάνει με την μακροσκοπική εικόνα της οικονομίας. Τομές και ρήξεις με το παρελθόν, μεταρρυθμίσεις που απαιτούν ρίσκα αλλά και κοινωνική αποδοχή, στόχευση για το μέλλον του παραγωγικού δυναμικού, βέλτιστη εκμετάλλευση των πόρων για το καλύτερο αποτέλεσμα, αναζήτηση εναλλακτικών σεναρίων για την σπάνιν των πόρων.
Σημαντικός επίσης παράγοντας στην επιτυχία ή αποτυχία ενός προγράμματος διαρθρωτικών αλλαγών είναι η χρονική αλληλουχία των μέτρων που λαμβάνονται. Ακόμη και με τη νεοφιλελευθέρη σκοπιά αν το δει κάποιος προηγούνται οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις κι έπονται οι μισθολογικές παρεμβάσεις. Επίσης στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προηγούνται οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντος και μετά στην αγορά εργασίας που είναι πιο επώδυνες.
Η ανταγωνιστικοτητα τιμών δεν είναι κρίσιμο μέγεθος για την βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου. Οικονομετρικά υποδείγματα δηλώνουν την πολύ μικρή ευεργετική επίδραση στην ανταγωνιστικότητα. Επιχειρήματα που υποστηρίζουν ότι από το τίποτα κάτι είναι κι αυτό υποδαυλίζουν την αναβλητικότητα στην βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας.