Η συνεχιζόμενη και διαρκώς εντεινόμενη οικονομική κρίση προσδιορίζει κατά πολλούς το τέλος του ιδεολογήματος του νεοφιλελευθερισμού. Ενός νεοφιλελευθερισμού που επενέβηκε και ανέλαβε την πρωτοκαθεδρία στις πολιτικές επιλογές των κυβερνήσεων (σοσιαλδημοκρατικών και κεντροδεξιών). Για περίπου 30 χρόνια άλωσε στην πραγματικότητα όλη την κληρονομιά του νεωτερικού κράτους και φυσικά όλη την κεϋνσιανή παράδοση. Ο νεοφιλελευθερισμός μετέφερε την ατομική πρωτοβουλία από την οικονομία στην πολιτική και κατόπιν σε όλη την κοινωνία. Ηγεμόνευσε καταρρίπτοντας σύνορα, φραγμούς, συλλογικότητες. Μπόλιασε την κοινωνία με την λατρεία των οικονομικών δεικτών, αποφεύγοντας με σαφή τρόπο τον πολιτικό λόγο. Με το προκάλυμμα του «τέλους της ιστορίας» μίλησε για το μονοσήμαντο τρόπο ανάπτυξης του δυτικού κόσμου. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο πέρα από τον άγριο κόσμο της ελεύθερης και ασύδοτης αγοράς.
Τώρα τα πράγματα αλλάζουν. Και φυσικά δεν αναφερόμαστε στην προσπάθεια επανένταξης του κράτους στην οικονομική δραστηριότητα. Είναι κι αυτή μια ένδειξη της αλλαγής. Εντούτοις κυρίαρχο ρόλο αναζητεί να παίξει ο πολιτικός διάλογος, ή αλλιώς, η πολιτική σύγκρουση. Επανεντάσσεται στη δημόσια συζήτηση ο ρόλος της πολιτικής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπαίνουν αμείλικτα τα ερωτήματα των οποίων οι απαντήσεις θα καθορίσουν τις διαχωριστικές γραμμές των πολιτικών οργανισμών.
Τι κράτος θέλουμε; Μέχρι ποιού σημείου θα υπάρχει παρέμβαση του δημοσίου στην οικονομική σφαίρα; Τι είδους αναπτυξιακό μοντέλο θα επιζητήσουμε; Ποια πρέπει να είναι η θέση της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Τι στόχο έχουμε για την ΕΕ; Ποια διοικητική δομή της χώρας είναι πιο αποδοτική; Ποια είναι τα όρια της αγοράς; Ποια ορίζουμε ως δημόσια αγαθά και κατ’ επέκταση με ποιους τρόπους θα γίνει η υπεράσπισή τους; Ποια θα είναι η σχέση μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων σε ένα νέο περιβάλλον; Τα πολιτικά υποκείμενα ποιους θα επιδιώξουν να εκπροσωπήσουν;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα θα καθορίσουν – όπως προαναφέραμε – τις νέες διαιρετικές τομές. Οι κεντρικές κατευθύνσεις που θα δώσουν αυτές οι απαντήσεις θα πλαισιώσουν στην πραγματικότητα ένα νέο μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Αυτός ο μετασχηματισμός της κοινωνίας προϋποθέτει – κάτι που πρέπει να επιδιώκει η Αριστερά – την ηγεμονία της σε ιδεολογικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και πολιτικό επίπεδο. Στην έννοια όμως της ηγεμονίας ενυπάρχει ως συστατικό στοιχείο η σύγκρουση, η βία. Στην δημοκρατία η σύγκρουση είναι καθοριστικός όρος λειτουργίας της. Δηλαδή υπάρχει το δημοκρατικό παράδοξο της σύγκρουσης αντίθετων πόλων, σε μια εποχή όπου το ιδεολογικό φορτίο της βάρυνε ακόμη περισσότερο από την έννοια και την πρακτική της συναίνεσης. Καταλήγουμε δηλαδή στο συμπέρασμα ότι με δημοκρατικούς όρους μπορεί να επιτευχθεί η σύγκρουση, μπορεί να επιτευχθεί η ηγεμονική στάση των αριστερών ιδεών, μπορεί να επιτευχθεί αυτό που λέμε υπέρβαση του καπιταλιστικού συστήματος και μετασχηματισμός του προς κάτι πιο ανθρώπινο. Είναι απαραίτητο δηλαδή σήμερα να μιλήσουμε με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια για δημοκρατικότητα του πολιτεύματος και για την εμβάθυνση της δημοκρατίας. Γιατί σε τελική ανάλυση οι απαντήσεις που χρειάζεται να δώσει η σύγχρονη Αριστερά συμπεριλαμβάνουν δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις.