Ακούς μια φωνούλα παιδική που ξυπνάει τις αισθήσεις σου. Βλέπεις το δωμάτιο σαν πεδίο μάχης. Παντού πεταμένα και μπερδεμένα παιχνίδια. Αυτοκινητάκια, κουκλάκια, πολύχρωμες μπάλες. Όλα να δηλώνουν την παρουσία τους με ένα ελάχιστο σημάδι. Νοιώθεις τελικά ότι αυτό που ζεις δεν είναι η πραγματικότητα αλλά ένα όνειρο που δεν θέλεις να τελειώσει. Και μετά καταλαβαίνεις ότι πράγματι είναι η αληθινή ζωή.
Και σ’ αυτή τη ζωή το πρώτο λόγο τον έχουν κάποιοι που, πιθανόν, δεν περίμενες ότι θα τον είχαν. Πάντοτε πίστευες άλλωστε ότι ελέγχεις την κατάσταση και φυσικά όλη τη ζωή σου. Μα δεν είναι αυτή η αλήθεια.
«Μπαμπά κότσι», σου λέει και δείχνει ένα αυτοκινητάκι κατακόκκινο σαν τα μαγουλάκια του. «Ο παππούς έκανε το καθήκον του και του έμαθε την πρώτη λέξη στα ουγγαρέζικα», σκέφτεσαι. Ότι έκανε και μαζί σου.
Η προηγούμενη γενιά έκανε το καθήκον της. Εμείς θα μπορέσουμε να το κάνουμε; Και δεν είναι μόνο να είσαι καλός πατέρας. Να του φέρνεις δηλαδή δώρα, να του προσφέρεις ότι περισσότερο μπορείς, να το πηγαίνεις βόλτα με το αυτοκίνητο, να του δίνεις χρήματα αύριο μεθαύριο. Το ζήτημα είναι να του δείξεις πώς να ζει τις απλές καθημερινές πράξεις. Να του δώσεις τη δυνατότητα να μυρίσει το βρεγμένο χώμα μετά από βροχή, να τσιμπηθεί από το αγκάθι της τριανταφυλλιάς καθώς θα προσπαθεί να το κόψει από το φυτό και όχι από ένα υβρίδιο θερμοκηπίου, να ανεβεί πάνω σε ένα δέντρο και να ζήσει την αγωνία για το αν θα το αντέξει το κλαδί, να γεμίσουν τα νύχια του με λάσπη καθώς θα φτιάχνει μικρά φανταστικά πραγματάκια από πηλό, να πάρει την πασχαλίτσα και να της τραγουδήσει «πασχαλίτσα, πασχαλιά…», να παίξει κρυφτό και να κρυφτεί σε ένα χωράφι με καλαμπόκια και μετά να μαζέψει τα καρπό, να ανάψει φωτιά και να ψήσει, να μοσχομυρίσει η οικουμένη.
Αυτά πρέπει να του δείξεις.