Η κρίση
έφερε τα μνημόνια και όχι τα μνημόνια
την κρίση. Ακόμη κι αν – στο καλύτερο
σενάριο – η χώρα έπαιρνε χρήματα χωρίς
καμία απαίτηση από τους δανειστές
(τζάμπα πράγμα δηλαδή), η χώρα, η οικονομική
της δομή, το παραγωγικό της μοντέλο, δεν
ήταν ικανά να την κάνουν να ζήσει
αξιοπρεπώς. Ακόμη και τότε θα έπρεπε να
οδηγηθούμε από μόνοι μας σε βαθιές
τομές, όχι μόνο της δημόσιας διοίκησης,
αλλά και του παραγωγικού ιστού. Θα έπρεπε
δλδ ακόμη και τότε να βγάζουμε τόσα ώστε
και να πληρώνουμε τις υποχρεώσεις μας,
αλλά και να ταϊστεί ο κοσμάκης. Κι αυτό
θα σήμαινε επίσης δάκρυα και πόνο για
κάποιους. Πιθανόν όχι για όλους, αλλά
σίγουρα κάποιοι θα ήταν στα κάγκελα.
Ήταν τα
μνημόνια η απάντηση στην κρίση; Ο χρόνος
αποδεικνύει πως όχι, αν και δεν χρειαζόταν
να περιμένουμε τον χρόνο. Από την αρχή
όλα τα μακροοικονομικά μοντέλα (που
αναγνωρίζουν την επίδραση των κοινωνικών
διαρθρώσεων, την παγκοσμιοποιημένη
οικονομία και την παραγωγική δομή μιας
χώρας) έδειξαν ότι η δημοσιονομική
προσαρμογή με αυτόν τον τρόπο θα οδηγούσε
σε σπιράλ ύφεσης, μπαράζ αντικοινωνικών
εκδηλώσεων, αποδιάρθρωση της όποιας
παραγωγής, διάλυση του κοινωνικού ιστού,
κατάρρευση του κράτους πρόνοιας. Ο
συνδυασμός των ενδογενών χαρακτηριστικών
της ελληνικής οικονομίας και των εξωγενών
ιδεολογικών αγκυλώσεων από ΕΕ και ΔΝΤ
φαινόταν από την αρχή ότι ήταν ένα
δισεπίλυτο πρόβλημα. Ιδιαίτερα σε μια
κοινωνία που ζει την κρίση όχι μόνο με
έντονο τρόπο, αλλά και με έναν αξιοσημείωτο
ανορθολογισμό και μηδενισμό, το δισεπίλυτο
αυτό πρόβλημα γίνεται ακατόρθωτο
εμπόδιο. Έτσι αναπτύχθηκαν όλες οι
ακραίες εκφάνσεις της πολιτικής
διαμαρτυρίας και κυρίως οι εύκολες και
ανέξοδες ρητορικές, οι αναζητήσεις για
τους υπεύθυνους για το κακό μας χάλι
στους ξένους, η αμετροέπεια, η έλλειψη
σεβασμού στον άλλον, οι θολωμένες
σκέψεις, τα άλματα στην πολιτική
επιχειρηματολογία, ο μεσσιανισμός.
Είχαν
τα μνημόνια καλά πράγματα; Αναμφισβήτητα
ναι. Και τεχνολογικές μεταρρυθμίσεις,
και ευρωπαϊκές μεθοδολογίες, και
κατευθύνσεις για την αύξηση της
αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα
(πχ σύστημα εισροών – εκροών).
Ήταν
όμως αυτός ο κεντρικός πυρήνας των
μνημονίων; Αναμφισβήτητα όχι. Ο κεντρικός
πυρήνας εντασσόνταν στην λογική της
εσωτερικής υποτίμησης χωρίς να λαμβάνει
υπόψιν τα όρια της κοινωνικής αντοχής,
χωρίς δίχτυ ασφαλείας για τους πιο
αδύναμους, με αύξηση της ανταγωνιστικότητας
της χώρας μέσω απορυθμίσεων στις
εργασιακές σχέσεις και μείωση του
εργατικού κόστους. Ακόμη και η εξίσωση
του φόρου πετρελαίου δεν έγινε για να
παταχθεί η φοροδιαφυγή (γιατί αν ήταν
αυτός ο σκοπός τότε το σύστημα
εισροών-εκροών θα έμπαινε και στα
διυλιστήρια και στο ναυτιλιακό πετρέλαιο),
αλλά για να μειωθούν οι εισαγωγές
πετρελαίου και να αλλάξει το εμπορικό
ισοζύγιο. Οι μεταρρυθμίσεις που ήταν
αναγκαίες για την χώρα ποτέ δεν προχώρησαν
και όσες έγιναν με πολύ αργά βήματα
διαβρώθηκαν από δεκάδες “παραθυράκια”.
Υπήρχε
άλλη λύση; Μέχρι στιγμής, 3,5 χρόνια μετά
το Καστελόριζο, κανένας δεν έχει προτείνει
εναλλακτική, ρεαλιστική λύση που να
γειώνεται με την πραγματικότητα και
τους πολιτικούς συσχετισμούς στην
Ευρώπη. Σ' αυτό δεν φταίει μόνο η αδυναμία
μας να ξεπεράσουμε αυτό που ζούμε – το
οποίο είναι έντονο και καταλυτικό στη διαχείριση των σκέψεών μας – αλλά και
η πλήρης έλλειψη γνώσης και απαραίτητης
δόσης ρεαλισμού και σύνδεσης με τα
ευρωπαϊκά τεκταινόμενα. Ακόμη και πριν
την κρίση είμασταν ένα κράτος που δεν
εξέπεμπε ευρωπαϊσμό, αλλά έναν ιδιότυπο
εσωστρεφή και επαρχιωτικό κορπορατισμό.
Με ομάδες συμφερόντων που πίεζαν το
κράτος για προσπορισμό του δημοσίου
χρήματος, με πλήρη αναποτελεσματικότητα
των μεταβιβαζόμενων πόρων στο κράτος
πρόνοιας, με νοοτροπία εύκολου πλουτισμού
με την ελάσσονα προσπάθεια, με παραγωγική
δομή τόσο διαφορετική σε σχέση με τα
άλλα κράτη της ΕΕ. Τώρα ακόμη περισσότερο
στο συλλογικό φαντασιακό ζούμε στην
απομόνωση και την αυταρέσκεια του
νεοελληνικού brutal τύπου.
Τι μας
μένει; Μετά το τέλος των μνημονίων μας
περιμένουν τρία χρόνια όπου οι στόχοι
του προγράμματος για το πρωτογενές
πλεόνασμα φαντάζουν εξωπραγματικοί.
Δεν μας μένει παρά να διεκδικήσουμε –
στο βαθμό που μπορούμε – καλύτερους
όρους για την επόμενη κάλυψη του
χρηματοδοτικού κενού. Η ελπίδα θα ήταν,
αυτή η διεκδίκηση να πραγματοποιηθεί
με κοινή εσωτερική συμφωνία. Δύσκολο
όμως, ιδιαίτερα όταν έχεις ανεβάσει τον
πύχη πολύ ψηλά. Και τον πύχη τον ανεβάσαν
όλοι. Δεν μας μένει επίσης, παρά να
σοβαρευτούμε, να δούμε την πραγματικότητα
όπως είναι και όχι όπως θα θέλαμε να
ήταν, να αλλάξουμε, να προσπαθήσουμε,
να εμπνεύσουμε και να εμπνευστούμε, να
προστατεύσουμε όσους πεινάνε, να
μετασχηματίσουμε την παραγωγή της
χώρας, να γίνουμε πιο δημοκράτες, να
διαλύσουμε καθεστηκύιες αντιλήψεις,
να γίνουμε πιο γήινοι, πιο αληθινοί.