Πλησιάζει
η ώρα των αυτοδιοικητικών εκλογών και
οι κουβέντες, οι συναντήσεις και οι
συσκέψεις έχουν ανάψει για τα καλά. Όλοι
συζητούν με κάποιους, άλλοι παραγοντίζουν
για μια ακόμη φορά, κάποιοι ονειρεύονται
περασμένα μεγαλεία. Η ρευστότητα, η
αναζήτηση και αναπροσανατολισμός είναι
χαρακτηριστικά δείγματα της υπάρχουσας
κατάστασης. Ταυτόχρονα η επιβίωση,
άλλοτε ο ρεβανσισμός και ιδιαίτερα η
χορήγηση ταυτότητας σημαδεύουν αυτές
τις διεργασίες. Τα ερωτήματα είναι
υπαρκτά αλλά οι απαντήσεις δεν
αναζητούνται. Αντίθετα στο ίδιο έργο
θεατές οι πολίτες, με πρωταγωνιστές που
μηρυκάζουν τσιτάτα ή χιλιοειπωμένες
σκέψεις και ιδέες. Το καινούριο άραγε
αργεί;
Χωρίς
να θέλω να θέλω να το “παίξω” ειδήμονας
ή σωτήρας καταθέτω μερικές σκέψεις για
τις δημοτικές εκλογές.
α) Η
κριτική που ασκείται στον Καλλικράτη
αποπνέει μια μηδενιστική χροιά. Στην
λογική ότι έχουν δημιουργηθεί πολλά
προβλήματα – που σαφώς και υπάρχουν –
τίθεται συνολικό πλαίσιο άρνησης της
έννοιας της διοικητικής μεταρρύθμισης.
Πολλές φορές ακόμη και στο όνομα μιας
νεφελώδους αμεσοδημοκρατικής διαδικασίας.
Χωρίς εμπεριστατωμένη ανάλυση για το
τι έγινε, το τι φταίει και το πως θα
διορθώσουμε τα κακώς κείμενα. Η
αναγκαιότητα αυτή τη στιγμή δεν είναι
να χαρακτηριστεί ο Καλλικράτης μνημονιακός
νόμος και να γλυτώσουμε από την απαίτηση
διατύπωσης διορθωτικών λύσεων. Η
αναγκαιότητα έγκειται στο γεγονός της
ανάπτυξης υγιών μεταρρυθμιστικών
προτάσεων για την ευρυθμότερη και
δημοκρατικότερη λειτουργία του
Καλλικράτη, μακριά από τοπικισμούς,
εφήμερους μικροπολιτικούς καιροσκοπισμούς
και μηδενισμούς.
β) Η
κεντρική πολιτική σκηνή και φυσικά η
νέα κοινωνική και οικονομική κατάσταση
της χώρας δεν μπορεί να βρίσκεται έξω
από την συζήτηση για την Τοπική
Αυτοδιοίκηση. Προφανώς και τα νέα
οικονομικά δεδομένα δημιουργούν
καταστάσεις ασυμφιλίωτες με τις
περισσότερες γενιές. Μπορεί όμως η
κεντρική πολιτική διαμάχη να μεταφερθεί
αυτούσια στην ΤΑ; Η πλήρης μεταφορά της
και η σχηματοποίηση ανάμεσα σε
“μνημονιακές” και “αντιμνημονιακές”
παρατάξεις εξοβελίζει την ανάγκη για
σύνθεση, δημιουργία και προώθηση νέων
εναλλακτικών αξιόπιστων προτάσεων.
Ταυτόχρονα το έντονο προσωπικό στοιχείο
που εναποτίθεται σε κάθε αυτοδιοικητική
κίνηση αναιρεί σε πολύ μεγάλο βαθμό τις
“διαχωριστικές γραμμές” της κεντρικής
πολιτικής σκηνής. Αντίθετα η άρνηση της
κεντρικής πολιτικής διαμάχης οδηγεί
σε αποστειρωμένο λόγο και αποστεωμένες
πρακτικές. Η ένταξη των σημερινών
αναγκαιοτήτων στον αυτοδιοικητικό λόγο
για να είναι αποτελεσματική και υπεύθυνη
χρειάζεται πρωτοποριακή αντίληψη,
ρεαλιστική ανάγνωση της πραγματικότητας,
σύνθεση του μεγάλου με το μικρό,
απεγκλωβισμό από διχαστικές αντιλήψεις,
κοινωνική γείωση και πολιτική απογείωση.
Κοινώς να οριστούν νέοι δρόμοι
επαναπροσδιορισμού του αυτοδιοικητικού
κινήματος.
γ) Τα
τοπικά κινήματα πόλης πάντα λειτούργησαν
ως φορείς πολιτικής κοινωνικοποίησης
των δρώντων. Υπήρξαν βέβαια και λεκτικοί
ακροβατισμοί και “φευγάτα” αιτήματα.
Εντούτοις δεν μπορεί να παραγνωριστεί
η σημασία τους στην ενδυνάμωση της
δημοκρατίας, δεν μπορεί όμως και από
την άλλη να αγιοποιηθεί ο ρόλος τους.
Τα αιτήματα των κινημάτων πόλης είναι
καλό να εντάσσονται όχι αυτούσια, αλλά
επεξεργασμένα σε ένα γενικότερο πλαίσιο
θέσεων και προτάσεων μιας δημοτικής
παράταξης που θέλει να έχει σχέση με
αυτά. Ο πολιτικός φορέας δηλαδή είναι
αναγκαίο να αποκωδικοποιεί, να ενσωματώνει,
να προωθεί και να μετασχηματίζει τα
αιτήματα λαμβάνοντας υπόψη όλες τις
παραμέτρους μιας αυτοδιοικητικής
πολιτικής.
δ)
Στις στενές οικονομικές συνθήκες που
είναι αποτέλεσμα της ευρύτερης οικονομικής
κρίσης, ο ρόλος της αυτοδιοίκησης
χρειάζεται άμεσο επαναπροσδιορισμό.
Εάν δεχτούμε ότι είναι ο πιο κοντινός
φορέας άσκησης πολιτικής στον πολίτη,
τότε ο αναπροσανατολισμός από τα μεγάλα
έργα στην δημιουργία ενός δικτύου
κοινωνικής ασφάλειας φαντάζει ως η
ενδεδειγμένη λύση. Άρα η επόμενη δημοτική
αρχή πρέπει να προσδιορίσει τους τρόπους
άσκησης κοινωνικής πολιτικής μεταφέροντας
– όπου και όπως μπορεί – πόρους.
ε) Η
επόμενη δημοτική αρχή θα πρέπει να
επιζήσει σε ένα περιβάλλον που σχηματικά
θα λέγαμε ότι είναι “περιβάλλον χωρίς
φράγκα”. Η υποχρέωση ενός ΟΤΑ να έχει
ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς
σημαίνει ότι με συγκεκριμένη κρατική
χρηματοδότηση θα πρέπει να κατανείμει
τα έξοδα, αλλά και να αναπροσανατολίσει
τα έσοδα, προς όφελος των περισσοτέρων.
Δεν αρκεί να έχουμε μόνο μια διεκδικητική
δημοτική αρχή που θα αναγάγει τη σύγκρουση
με την κεντρική εξουσία για διεκδίκηση
περισσότερων πόρων (από που άραγε;) σε
μανιφέστο πολιτικής. Χρειάζεται να
έχουμε μια δημοτική αρχή που θα
χρησιμοποιήσει όλα τα σύγχρονα εργαλεία
αναπτυξιακής πολιτικής, προσέλκυσης
επενδύσεων, ευρωπαϊκών προγραμμάτων.
Στην ουσία χρειάζεται μια δημοτική αρχή
που δεν θα σηκώνει μόνο την γροθιά αλλά
θα έχει εναλλακτικές προτάσεις. Εάν η
μέχρι τώρα αντίληψη ήταν “κάνω
ελλειμματικούς προϋπολογισμούς και το
έλλειμμα το καλύπτω είτε με δάνεια, είτε
με αύξηση της κρατικής επιχορήγησης”,
αυτό πρέπει να αλλάξει. Ένας υγιής δήμος
προσφέρει ίσες, ποιοτικές υπηρεσίες σε
όλους τους πολίτες, με το λιγότερο δυνατό
κόστος και την μέγιστη δυνατή
αποτελεσματικότητα.
στ)
Η επόμενη δημοτική αρχή θα πρέπει να
εργαστεί προς την κατεύθυνση ενός νέου
αναπτυξιακού υποδείγματος για την
περιοχή. Λαμβάνοντας υπόψη της όλες τις
οικονομικές, τεχνικές και πολιτικές
προϋποθέσεις για ένα τέτοιο εγχείρημα,
χρειάζεται να προωθήσει νέες ιδέες για
την πόλη. Η έννοια του city
branding, η θεσμοθετημένη
κοινωνική οικονομία μέσω της οποίας
μπορεί να αυξηθεί η απασχόληση (πχ. Οι
περιαστικοί καλλιεργητές του Καρατάσιου
θα μπορούσαν να ήταν θεσμικά προφυλαγμένοι
αν εντασσόταν ως φορέας του Δήμου), η
προσέλκυση άμεσων επενδύσεων στον τομέα
της υψηλής τεχνολογίας (incubators),
η εκμετάλλευση του μεγάλου
οικοδομικού κεφαλαίου που προέκυψε από
την αποβιομηχάνιση των καπνομάγαζων,
ο σχεδιασμός και η ρυμοτόμηση βιοτεχνικών
ζωνών (κυρίως μεταποιητικών μονάδων)
με συγκεκριμένες υποδομές και αδειοδοτήσεις
(ώστε να σταματήσει και το φαινόμενο
των παράνομων χυτηρίων), ο συνδυασμός
πολιτισμού-περιβάλλοντος είναι μόνο
μερικές από αυτές τις ιδέες.
ζ) Η επόμενη δημοτική αρχή θα πρέπει να
υπερασπιστεί το δημόσιο χώρο με γνώμονο
το συμφέρον των πολιτών. Ταυτόχρονα να
σπάσει πελατειακά αποστήματα που
ξεκινούν από τις σχέσεις με διάφορα
εργολαβικά συμφέροντα (ας δούμε λίγο
πως εξελίχθηκε η αστικοποίηση και η
ανοικοδόμηση στην Νικόπολη και την
Ευκαρπία) και καταλήγουν σε σχέσεις
πάτρωνα – πελάτη.
Μια νέα δημοτική αρχή αυτού του είδους
δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς μια νέα
δημοτική παράταξη. Μία μεγάλη, εναλλακτική,
αξιόπιστη παράταξη. Με ηθικά ακέραιους
ανθρώπους, γνώστες, αφοσιωμένους, νέους.
Που δεν θα πετούν στα σύννεφα, αλλά και
τα σύννεφα δεν θα σκοτεινιάζουν το
βλέμμα τους. Που θα γνωρίζουν ότι το
καινούριο δεν προκύπτει από παρθενογένεση
αλλά μέσα από μετασχηματισμούς, ανταλλαγές
απόψεων, ενσωμάτωση νέων ιδεών και
πρακτικών, μετουσιώσεις. Που ήδη γνωρίζουν
ότι το καλό και το σωστό δεν είναι το
αρεστό. Μια τέτοια δημοτική παράταξη
είναι αναγκαία και χρήσιμη.