Κάθε
φορά που ο μικρός μου γιος με παίρνει τηλέφωνο ο διάλογος είναι συγκεκριμένος:
«Μπαμπά,
μπαμπά….»
«Τι
είναι αγόρι μου;»
«Μπαμπά,
ιιιιιιιιιιιιιιιιι!»
Μόνο
εγώ μπορώ να μεταφράσω αυτή την φρασούλα. Ξέρω ότι μου λέει ένα υπέροχο σ’
αγαπώ. Ξέρω επίσης ότι οι πολλοί αδυνατούν να καταλάβουν το μήνυμα του παιδιού.
Έτσι ακριβώς όπως και στην κοινωνία. Πολλά μηνύματα εκπέμπονται, λίγα είναι
αυτά που καταρχάς μπορούν να μεταφραστούν και κατόπιν να κατανοηθούν. Ζούμε
στην εποχή της κρίσης σαν χαμένοι στη μετάφραση.
Είναι
αναμφισβήτητο πια, ότι δεν υπάρχει ομαλή διέξοδος από την κρίση. Όποιος το
υπερασπίζεται πλέον αυτό, το πιο πιθανό και το λιγότερο επώδυνο είναι, να είναι αφελής μπροστά στην έκταση της
πραγματικότητας. Δεν μπορεί να βρεθεί εύκολη λύση για τη χώρα και τις ανάγκες
της. Το ζήτημα πια δεν είναι αυτό.
Σε
κάθε κρίση πάντα υπάρχουν κάποιοι που πληρώνουν το μάρμαρο. Το στοίχημα για τις
πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις είναι το ποιος πληρώνει την κρίση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, εκ διαμέτρου αντίθετο με ότι συνέβηκε στη χώρα μας,
είναι η αντιμετώπιση της υπερέκθεσης των βρετανικών τραπεζών στα αμερικάνικα subprime δάνεια από την κυβέρνηση του – κατά των
εγχώριων επαναστατών – νεοφιλελεύθερου Gordon Brown. Ο Brown προχώρησε σε εθνικοποιήσεις τραπεζών και
ανακεφαλαιοποίηση με μεγάλο τίμημα να πληρώνεται από τους τραπεζίτες. Στη χώρα
μας το μάρμαρο πληρώνεται από τα ελάσσονα και αδύναμα στρώματα της κοινωνίας.
Η
εφαρμογή της εσωτερικής υποτίμησης, παρά του ότι διαφημιζόταν ως η μοναδική
λύση σε ένα νομισματικό περιφερειακό ολοκλήρωμα, μπορεί να έδωσε δείκτες σε
θετική κατεύθυνση αλλά δημιούργησε ανθρωπιστική κρίση, τεράστιο παραγωγικό
κενό, υστέρηση καινοτομίας και τεχνολογίας, brain drain. Αύξησε την ανταγωνιστικότητα μόνο στο
επίπεδο των μισθολογικού κόστους (wage-based
competitiveness), ενώ
οποιοσδήποτε άλλος διαρθρωτικός ή τεχνολογικός εκσυγχρονισμός που θα
λειτουργούσε προσθετικά στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας
συντρίφτηκε ανάμεσα στην αδιαθεσία του πολιτικού συστήματος και στα πελατειακά
δίκτυα. Λάτρεις της ακινησίας και οι «μνημονιακοί» και οι «αντιμνημονιακοί».
Σε
αυτήν την κατάσταση αναπτύσσεται και προσπαθεί να πάρει σάρκα και οστά ένας
ιδιότυπος συναινετικός κεντρισμός. Ένας σουρεαλιστικός μεταρρυθμιστικός
οργασμός που έχει πάψει να αναγνωρίζει τις κοινωνικές συγκρούσεις ως υπαρκτές
και φυσικά δεν τις αναγνωρίζει και ως κινητήριους μοχλούς για την κίνηση της
κοινωνίας. Εθελοτυφλεί μπροστά στην επανατοποθέτηση των οικονομικών συμφερόντων
για τη νομή του δημόσιου χρήματος – όσο υπάρχει αυτό. Αδιαφορεί για την
πραγματική εμβάθυνση της δημοκρατίας που στηρίζεται στην εκπόνηση διαφορετικών
πολιτικών σχεδίων για τη δόμηση της κοινωνίας. Εξορίζει στην μεταφυσική τον
αγώνα για την εξουσία και την ηγεμονία.
Αυτή
η μεταρρυθμιστική «σούπα» - που εκτείνεται από τη ΔΡΑΣΗ μέχρι τη ΔΗΜΑΡ
περνώντας από το αναπόφευκτο ΠΑΣΟΚ – στερεοποιείται σε κάποιους κοινούς τόπους:
Α)
Αποδοχή της αναγκαιότητας των μεταρρυθμίσεων. Φυσικά χωρίς καμία εξειδίκευση,
χωρίς επεξεργασία για την κοινωνική αποδοχή, χωρίς – κυρίως – την ένταξη της μεταρρύθμισης
σε ένα ευρύτερο πολιτικό σχέδιο. Γιατί η μεταρρύθμιση ως εργαλείο, δεν μπορεί
να λειτουργήσει ως ιδεολογική πλατφόρμα και χάνει την χρήσιμη εργαλειακότητά
της. Ακόμη και το περίφημο ρεφορμιστικό αριστερό κίνημα ενέτασσε τη
μεταρρύθμιση σε ένα ευρύτερο πολιτικό σχέδιο για τη δόμηση της κοινωνίας. Στην
σημερινή εποχή, αυτή η «σούπα» ξεπερνάει υπαρκτές διαχωριστικές γραμμές
ταυτίζοντας πολλές φορές (αφελώς?) την αναγκαία μεταρρυθμιστική προοπτική της
χώρας με τη δεξιά ατζέντα του Σαμαρά.
Β)
Αποδοχή των καταναγκασμών και των πιέσεων του διεθνούς πλαισίου της
παγκοσμιοποιημένης αγοράς χωρίς καμία κριτική διάθεση. Στη λογική του «αφού
έτσι είναι τι να κάνουμε» δεν εισάγεται στην συζήτηση καθόλου το θέμα του
πολιτικού ελέγχου ή των ρυθμίσεων στις παγκόσμιες ροές του κεφαλαίου. Κάτι που
- όσο κι ακούγεται παράξενο είναι υπαρκτό – το θέτουν με σαφήνεια οικονομολόγοι
και πολιτικοί από όλο το φάσμα.
Γ)
Σαφής επιλογή υπέρ του ιδιωτικού – επιχειρηματικού και πλήρης ταύτιση με τη
θεωρία των «αποτελεσματικών αγορών». Η κρίση δεν δίδαξε σε κανέναν από αυτούς
που υπερασπίζονται αυτή τη θεώρηση ότι οι αγορές εξακολουθούν να διαμορφώνονται
από κατεστημένα συμφέροντα, οι παίκτες δεν είναι πάντα ορθολογικοί, ότι οι
αγορές δεν αυτοδιορθώνονται, ότι η απασχόληση δεν αποκαθίσταται αυτομάτως και
ότι ένας απορυθμισμένος καπιταλισμός απούσας κυβέρνησης διαλύει τον κοινωνικό
ιστό και τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης.
Μπορεί οι αγορές να συμβαδίζουν με το δημόσιο συμφέρον, αλλά δεν είναι δυνατό
να ταυτίζονται αυτομάτως μαζί του. Από την χρήσιμη όσο και αναγκαία κριτική
απέναντι στον κρατικό καπιταλισμό δεν μπορούμε να περάσουμε απνευστί στην πλήρη
φιλελευθεροποίηση της αγοράς.
Δ)
Δεν υπάρχουν δεξιές και αριστερές απαντήσεις για τα ερωτήματα που επιτακτικά
μας βάζει η κρίση. Αυτή η αντίληψη φτάνει μέχρι το να ειπωθεί ότι δεν υπάρχουν
αριστερές και δεξιές λύσεις για την ανεργία. Κι έτσι φτάνουμε σε μια άρνηση του
δυισμού της νεωτερικότητας. Απορρίπτεται με αυτό τον τρόπο η μάχη των
σοσιαλιστών για το τέλος της εκμετάλλευσης, των ανισοτήτων, των προνομίων.
Απορρίπτονται με αυτή τη βλακώδης αποστροφή στοχαστές του revision και του reform. Απορρίπτεται ακόμη και ο Bobbio και ο Κάρλο Ροσέλι που υποστήριζε ότι
φιλελεύθερος σοσιαλισμός σημαίνει μεταρρύθμιση της κοινωνίας με τέτοιο τρόπο
ώστε οι πολίτες να μετατραπούν σε αυθεντικά υποκείμενα του κοινωνικού
γίγνεσθαι.
Γίνεται
σαφές ότι κάθε απόπειρα πολιτικής εκπροσώπησης, είτε από αριστερά, είτε από
δεξιά, είτε από κεντροαριστερά έχει ανάγκη από μια αφήγηση, ένα κοινό αξιακό
πλαίσιο κι ένα πρόταγμα, μια κοινωνική αντιστοίχηση.
Η
αφήγηση θα πρέπει να περιλαμβάνει άξονες για την ύστερη μνημονιακή Ελλάδα. Πως
θέλουμε να είναι δομημένη, τι κράτος θέλουμε, ποια η θέση της χώρας στον
παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, ποια θα είναι η αγορά εργασίας, ποια θα είναι η
σχέση αγορών και κράτους, θα συντηρηθούν ή όχι προνόμια που προκαλούν
ανισότητες, θα υπάρξει θεσμικός πειραματισμός και κοινωνική διαβούλευση, πόσο
δημοκρατικές θα είναι οι λειτουργίες της κοινωνίας. Αυτά είναι ερωτήματα που
σκιαγραφούν την αφήγηση για το μετά.
Το
κοινό αξιακό πλαίσιο δεν μπορεί να μην απαντάει στην προοδευτική ή συντηρητική
υπέρβαση της μεταπολίτευσης. Παλαιοδεξιά οπτική του νόμου και της τάξης ή
πολιτικός και κοινωνικός φιλελευθερισμός, υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων
και πολιτιστικός πλουραλισμός; Ένας κατ’ επίφαση ρεαλισμός που οδηγεί στη
θεωρία των άκρων ή ένας ριζοσπαστικός πραγματισμός που αναδεικνύει τις ανάγκες
και τις υποχρεώσεις των κοινωνικών δρώντων;
Όσο
αφορά την κοινωνική αντιστοίχηση είναι σαφές πια. Δεν έχει λόγο υπάρξης κανένας
πολιτικός σχηματισμός αν δεν τον έχει ανάγκη η κοινωνία. Και για να τον έχει
ανάγκη θα πρέπει και να διαβάζει την πραγματικότητα ως έχει, αλλά και να
απαντάει στις ερωτήσεις που τίθενται.
Σε
μια τέτοια βάση δεν χωράνε αποκλεισμοί. Δεν χωράνε αποκλεισμοί για την πολιτική
εκπροσώπηση του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Δεν αποκλείονται οι εργαζόμενοι της
Ναυπηγοεπισκευαστικής του Περάματος. Δεν αποκλείονται οι άνεργοι της
Βιομηχανικής Ζώνης της Σίνδου. Δεν αποκλείονται οι ντιλιβεράδες και οι
εργαζόμενοι με μαύρη εργασία. Δεν αποκλείεται η νέα γενιά. Δεν αποκλείονται οι
επιχειρηματίες που με πόνο ψυχής βάζουν λουκέτο στις επιχειρήσεις τους. Δεν
αποκλείεται το λαϊκό, το ανθρώπινο, το αληθινό. Δεν αποκλείεται η ντομπροσύνη,
η ειλικρίνεια, το ευθύ βλέμμα.
Στα
παιδιά μας διδάσκουμε να μην παίρνουν βεβιασμένες αποφάσεις. Να ρισκάρουν χωρίς
όμως να κάνουν αβέβαιες και ανεύθυνες κινήσεις. Να επενδύουν στο μακροπρόθεσμο
και όχι στο βραχυπρόθεσμο. Εμείς γιατί θα πρέπει να συμπεριφερθούμε ως πολιτικά
νήπια;
Αντώνης
Μιχαλάκης
Χημικός
– Ιδ. Υπάλληλος
Μέλος
ΚΕ της ΔΗΜΑΡ