Πάντοτε κάθε πολιτική στρατηγική επικεντρώνεται στην εξεύρεση αποδείξεων ότι τα οφέλη της εφαρμογής της είναι περισσότερα από τα κόστη της. Έτσι διάφορες αυτάρεσκες αναλύσεις με το προσωπείο της “επιστημονικής αλήθειας” χρησιμοποιούνται κατά κόρον για την καλό της μιας ή της άλλης πολιτικής. Ακόμη πιο έντονα παρουσιάζεται αυτό στην οικονομία, παρά του ότι οι προβλέψεις για τις μελλοντικές καταστάσεις διέπονται από υψηλά ποσοστά αβεβαιότητας λόγω δυσμενέστερων ή ευνοϊκότερων εξελίξεων, πάντοτε αναφορικά με τα οικονομικά μεγέθη. Αυτές οι εκτιμήσεις κόστους-οφέλους διέπονται επίσης από πολλές “γκρίζες ζώνες” και μάλιστα τις περισσότερες φορές αρκετά μεροληπτικά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εκτίμηση για την μείωση του βασικού μισθού. Η κυρίαρχη άποψη συγκλίνει στο συμπέρασμα ότι η μείωση του βασικού μισθού οδηγεί προφανώς σε μείωση του μισθολογικού κόστους με αποτέλεσμα την αύξηση των άμεσων επενδύσεων από το ιδιωτικό κεφάλαιο, την μείωση των τιμών των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας με βάση το κόστος. Δεν μπαίνει στη συζήτηση καθόλου η επίδραση που έχουν τα ανελαστικά κόστη (τιμές πετρελαίου, ενέργειας, διοικητικά έξοδα, κόστη μεταφοράς), τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων ή ακόμη και τα ιστορικά πλαίσια μιας οικονομίας. Ταυτόχρονα δεν υπολογίζονται οι ζημιές α) σωματικής και πνευματικής φθοράς από ανεπαρκή διατροφή, ακατάλληλη σίτηση, ανεπαρκή ιατρική περίθαλψη, β) αύξησης της μικροπαραβατικότητας, γ) χαμηλής επένδυσης στην εκπαίδευση και την επαγγελματική ειδίκευση, δ) διαβίωσης σε ακάθαρτες μη ασφαλείς περιοχές, ε) δοσοληψίας με την αστυνομία, τα δικαστήρια και τις φυλακές. Αν υπήρχαν ποσοτικοποιημένες αυτές οι ζημιές και ήταν ενσωματωμένες στην εκτίμηση κόστους – οφέλους για την μείωση του βασικού μισθού τότε μπορεί η εκτίμηση αυτή να οδηγούσε σε διαφορετικά συμπεράσματα. Δηλαδή, κάθε μελέτη κόστους – οφέλους πραγματεύεται επιλεκτικά μόνο κάποιες από τις επιδράσεις που έχει το κύριο ερώτημα.
Με τον ίδιο τρόπο τα συνδικάτα αποδεικνύουν ότι οι αυξήσεις των βασικών μισθών επιφέρουν κοινωνική γαλήνη, αύξηση του βιοτικού επιπέδου, ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής κ.α. Δεν αναφέρονται ή δεν υπολογίζουν το όποιο πιθανό κόστος θα έχει η αύξηση του μισθού στην απασχόληση, στις τιμές των προϊόντων ή στην προσέλκυση άμεσων επενδύσεων.
Τελικά εκείνο που κερδίζει την πολιτική μάχη δεν είναι η “επιστημονικότητα” της απόδειξης αλλά το πόσους πόρους από τις δημόσιες σχέσεις έχει δεσμεύσει η κάθε πλευρά.