21 Οκτωβρίου 2011

Μια διαφορετική προσέγγιση για τον ιδιωτικό τομέα


Στην περίοδο της κρίσης οι μαζικές περικοπές προσωπικού θεωρούνται ως ένα βασικό εργαλείο αντιμετώπισης των κοστολογικών πιέσεων που δέχεται μια επιχείρηση. Θεωρείται ότι με την μείωση του μισθολογικού κόστους θα επέλθει ανάσα στην ανταγωνιστικότητα των παραγομένων προϊόντων αλλά και ότι θα βελτιωθεί η απόδοση της επένδυσης (ROI). Η εμπειρία όμως του κόσμου των επιχειρήσεων έχει δείξει τα προβλήματα που δημιουργούνται από την μαζική περικοπή προσωπικού. Οι μάνατζερ γνωρίζουν πολύ καλά το κόστος από την υπερφόρτωση του προσωπικού που απομένει, την απώλεια της εμπιστοσύνης των εργαζομένων προς την εταιρεία αλλά και την ανάγκη πρόσληψης νέου προσωπικού - συνήθως με λιγότερη εμπειρία, αφοσίωση και ειδίκευση – όταν “ανοίγουν” οι δουλειές. Όμως οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να πράττουν το ίδιο λάθος.

Η αναζήτηση των αιτιών της πραγματοποίησης αυτού του λάθους δεν έχει να κάνει μόνο με την ιδεολογική ηγεμονία μιας ατελέσφορης οικονομικής ιδεοληψίας (νεοφιλελευθερισμός), αλλά και με δομικά χαρακτηριστικά των εταιριών του ιδιωτικού τομέα. Σε μια προσπάθεια γενικής κατηγοριοποίησης των εταιρειών θα υποστηρίζαμε ότι σήμερα υπάρχουν δύο είδη επιχειρήσεων ανάλογα με το σκοπό λειτουργίας τους. Ο πρώτος τύπος χαρακτηρίζεται από ένα καθαρά οικονομικό σκοπό: την παραγωγή μεγίστων αποτελεσμάτων με τους ελάχιστους πόρους. Σε αυτό τον τύπο εταιρείας οι άνθρωποι θεωρούνται ως “πάγια” όπως και οι κεφαλαιακοί πόροι. Έτσι η επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό διατηρείται στο ελάχιστο δυνατό, με στόχο τις μεγάλες αποδόσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Αυτή η εταιρεία δεν είναι μια εργασιακή κοινότητα αλλά μια εταιρική μηχανή. Σκοπός της είναι η παραγωγή πλούτου για μια μικρή εσωτερική ομάδα, τους επενδυτές-μετόχους και τους μάνατζερ. Δεν νοιώθει καμία ευθύνη απέναντι στα μέλη της, δεν προσφέρει καμία αίσθηση κοινότητας στους εργαζόμενους και τα στελέχη της. Αποτέλεσμα αυτής της λογικής είναι ο ενισχυμένος ιεραρχικός έλεγχος για την αποδοτικότερη λειτουργία της μηχανής. Οι εργαζόμενοι είναι απλά τα εξαρτήματα μιας μηχανής, οι “απέξω”, με ελάχιστη αφοσίωση και εμπιστοσύνη.

Για να αναπτυχθεί αυτή η εταιρεία θα πρέπει να εισαχθούν νέα μέλη στον εσωτερικό της πυρήνα. Αυτό σημαίνει ότι θα είναι υπό την έγκριση των ιδρυτών ή των “δικών μας” ανθρώπων. Τούτο οδηγεί σε βασικά προβλήματα σε σχέση με τη μαθησιακή διαδικασία ενός εργασιακού οργανισμού αλλά και στην μακροβιότητα της εταιρείας ή την διάδοχη κατάστασή της.

Ο δεύτερος τύπος εταιρείας είναι οργανωμένος γύρω από το στόχο της διατήρησής της ως μιας κοινότητας που θα συνεχίσει να υπάρχει. Αυτή η εταιρεία θεσμοθετεί κανόνες για τη συνέχεια και την κινητικότητα των ανθρώπων της. Και σε αυτή την εταιρεία η απόδοση της επένδυσης (ROI) παίζει σημαντικό ρόλο. Αλλά εδώ η αριστοποίηση του κεφαλαίου είναι συμπλήρωμα για την αριστοποίηση των ανθρώπων. Σκοπός της είναι η μακροβιότητα και η ανάπτυξη της. Και προφανώς η κερδοφορία λειτουργεί ως μέσο επίτευξης αυτού του σκοπού. Όμως για να επιτευχθεί η κερδοφορία εφαρμόζει πρακτικές που ενσωματώνουν την έννοια της κοινότητας στην καθημερινή λειτουργία των εργαζομένων: καθορίζει την ιδιότητα του μέλους, καθιερώνει κοινές αξίες, προσλαμβάνει ανθρώπους, αναπτύσσει τις ικανότητές τους, αξιολογεί τις δυνατότητές τους, διαχειρίζεται τις σχέσεις με τους τρίτους, καθιερώνει πολιτικές ευπρεπούς αποχώρησης από την εταιρεία.

Σε αυτή την εταιρεία - ζωντανό οργανισμό, ενυπάρχουν η ανοιχτή συμπεριφορά και η μάθηση, η ανεκτικότητα και η καινοτομία, η αυτοσυγκράτηση στη χρηματοδότηση και ο ευρύτερος καταμερισμός της εξουσίας. Ευνοεί την διαφοροποίησή μέσω της ανεκτικότητας παρά την διαφοροποίηση κατόπιν εντολής. Προσθέτει θύλακες καινοτομίας (skunkworks), ελεύθερους από την απειλή της τιμωρίας και ισορροπεί μεταξύ ελευθερίας και ελέγχου. Η ζωντανή επιχείρηση δημιουργεί σχέσεις με τους μετόχους της – προμηθευτές χρήματος –σχέσεις που μοιάζουν με οτιδήποτε άλλο από το εξωτερικό περιβάλλον: τα συνδικάτα, τους προμηθευτές, την τοπική αυτοδιοίκηση, το αστικό περιβάλλον. Η προσπάθεια της εταιρείας είναι η αρμονική συνύπαρξή τους. Αλλά όλοι αυτοί , όπως και οι μέτοχοι, δεν είναι μέλη της. Δεν είναι κομμάτι του ζωντανού οργανισμού. Η υπακοή στα συμφέροντα αυτών δεν απαραίτητα προς όφελος της επιχείρησης.

Στην σημερινή αγορά η συνήθης ερώτηση είναι : Ποια είναι η απόδοση των κεφαλαίων; Κανείς δεν αναρωτιέται ποιες είναι εκείνες οι προϋποθέσεις για την μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτό συμβαίνει και στην ελληνική μικροοικονομία. Παρά την διαφορετική διάρθρωση της ελληνικής γειτονιάς από τις οικονομίες των ανεπτυγμένων χωρών της ΕΕ (μικροϊδιοκτησίες, συντριπτική υπεροχή του τριτογενούς τομέα των υπηρεσιών σε σχέση με το δευτερογενή και τον πρωτογενή, πρωτογενής τομέας χαμηλής απόδοσης, δευτερογενής τομέας ελλειμματικός σε καινοτομία κ.α.), υπάρχουν και καιροσκοπικές νοοτροπίες άμεσης απόδοσης των κεφαλαίων, υπερβολικού περιθωρίου κέρδους, απορρόφησης κοστολογικών πιέσεων μέσω μαζικής μείωσης προσωπικού. Η ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα δεν προϋποθέτει απλώς νέους αναπτυξιακούς νόμους, προωθητικά προγράμματα, ή δημόσια σχέδια ανάπτυξης και δημιουργίας ευκαιριών για εξαγωγικές δραστηριότητες. Βασίζεται πάνω απ' όλα στην αλλαγή νοοτροπίας των επιχειρηματιών. Θα λέγαμε ότι θα έχει θετικό πρόσημο μόνο αν επιτευχθεί μια σταθερή προσήλωση στην ανάγκη δημιουργίας ή μετεξέλιξης των επιχειρήσεων σε ζωντανούς οργανισμούς, παρεμβατικούς στα κοινωνικά δρώμενα με την έννοια της παρέμβασης ως δημιουργίας και όχι ως καταστροφής, ουσιαστικούς για την εξέλιξη της κοινωνίας και την διέξοδο από την κρίση. Αυτό όμως έρχεται να συνδεθεί με δύο αναγκαίες συζητήσεις. Η πρώτη συζήτηση έχει να κάνει με τον προσανατολισμό του παραγωγικού προτύπου και ότι συνεπάγεται από αυτό (σχέσεις χρηματοπιστωτικού και παραγωγικού τομέα, μετακίνηση πόρων στον δευτερογενή και τον πρωτογενή τομέα με συγκεκριμένες στοχοπροσηλώσεις, ενίσχυση καινοτομίας και του τομέα κοινωνικής οικονομίας κ.α.). Αυτό σημαίνει ότι αντιλαμβανόμαστε ουσιαστικές μεταβολές στην μηχανική της παραγωγής όπως η μετατροπή της σε ένα μετα-φορντικό μοντέλο όπου ο εξειδικευμένος εργάτης έχει δώσει τη θέση του σε multi-skill μισθωτούς κάτι που δεν θεωρείται ότι έχει επιτευχθεί απόλυτα.

Η δεύτερη συζήτηση έχει να κάνει με την αντίδραση του επιχειρηματικού κόσμου. Μέχρι στιγμής ο επιχειρηματικός κόσμος, απέναντι στις παγκοσμιοποιημένες διαδικασίες αντιδρά σπασμωδικά και κινείται στη λογική, όχι της ανάπτυξης τομέων με υψηλή προστιθέμενη αξία, αλλά στη λογική της μείωσης του κόστους εργασίας. Είναι φανερό ότι τούτο συμβαίνει κάτω από την διατήρηση της νοοτροπίας του γρήγορου κέρδους, των γρήγορων αποτελεσμάτων, των γρήγορων αποδόσεων. Όπως έχουμε δείξει όμως πιο πάνω, αυτή η πρακτική οδηγεί σε εταιρείες με πολύ μικρή διάρκεια ζωής.

Στην ελληνική οικονομία είναι ανάγκη να υπάρξουν εταιρείες στέρεες, με προοπτική, λαμβάνοντας το όποιο πρόσκαιρο κόστος, επενδύοντας σε μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, θέτοντας ως γνώμονα για την μακροημέρευση τους τον άνθρωπο. Αυτό όμως θα συμβεί μόνο με αλλαγή της νοοτροπίας του επιχειρηματικού κόσμου.