Οι τελευταίες εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό φανερώνουν με αρκετή σαφήνεια θαρρώ, την ιλαροτραγωδία που περνά η χώρα και οι πολίτες της. Μια κυβέρνηση, όχι απλώς ανίκανη να κυβερνήσει αλλά και ανίκανη να δείξει όραμα, υιοθετώντας χωρίς περαιτέρω επεξηγήσεις την έννοια της συναίνεσης. Ένα ΠΑΣΟΚ χωρισμένο σε βουλευτικά βιλαέτια που το μόνο που του έχει απομείνει είναι η ιστορική διαδρομή και ένα παρελθόν αμφίσημο, γεμάτο ερωτήματα. Μια ΝΔ που με τραγικό τρόπο προσπαθεί να παίξει το ρόλο του δεύτερου πόλου στο κομματικό πεδίο. Που με τις καταστροφικές επιλογές της στα χρόνια της διακυβέρνησης της, οδήγησε τη χώρα σε οικτρή κατάσταση. Μια Αριστερά που έχει και δεν έχει, που είναι και δεν είναι, που θέλει και δεν θέλει, απεργάζεται, χωρίς ιδιαίτερους κομπασμούς πια, νεομπολσεβικικά οράματα. Στο δεξιό άκρο της πολιτικής γεωγραφίας οι σχέσεις με τους νεοφασιστικούς θυλάκους δυναμώνουν και οι λαϊκιστικές γραφικότητες γίνονται καθημερινός τρόπος άσκησης πολιτικής.
Στην κοινωνία επικρατεί ένας απέραντος μηδενισμός, καθόλου φιλόξενος και συνάμα διαρκώς επικίνδυνος. Η trash αισθητική έχει καλύψει σαν πέπλο την αγωνία για τη δημιουργία του καινούριου. Οι φωνές και οι κραυγές φανερώνουν ότι ελάχιστοι θέλουν την αλλαγή. Οι περισσότεροι ονειρεύονται με νυχτερινές ονειρώξεις την προηγούμενη δανεική ευδαιμονία. Πονάνε που καταρρίφθηκε το μοντέλο της απέραντης καταναλωτικής επάρκειας και έσβησε η έκρηξη προσδοκιών για συνεχόμενη βελτίωση. Αυτοί που κάποτε κουνούσαν μπλε και πράσινα σημαιάκια τώρα είναι απογοητευμένοι. Για να απογοητευτείς όμως πρέπει πρώτα να γοητευτείς. Κι αναρωτιέμαι, υπήρξε άραγε εκείνη η γοητεία που θα συνέπαιρνε χιλιάδες Έλληνες, από τους πολιτικούς ταγούς που μας κυβέρνησαν όλα αυτά τα χρόνια; Η συνεχής “πρόοδος” και η διαρκής “ανάπτυξη” θα έπρεπε να γίνει κατανοητό ότι δεν είναι αυτονόητοι όροι στη ροή της ιστορίας. Υπάρχουν και τομές και όρια που δημιουργούν τους απαραίτητους αναστοχασμούς για το παρελθόν αλλά και για το μέλλον.
Και μέσα σε όλα αυτά η έννοια της συναίνεσης κυρίαρχη ως το κεντρικό διακύβευμα για τον τόπο. Λαμβάνοντας μέχρι και μυθολογικά χαρακτηριστικά, η συναίνεση εκφέρεται από τα χείλη αρμοδίων αλλά και απλού κόσμου ως μια μαγική συνταγή για διέξοδο από τη κρίση. Προβάλλεται δε ως κεντρικό επιχείρημα η κοινή στάση των κομμάτων στην Πορτογαλία, που όμως ακόμη δεν έχει δείξει τα αποτελέσματά της στην κοινωνική διάρθρωση και στο πολιτικό σκηνικό.
Η έννοια της συναίνεσης προτάσσει με ιδιαίτερο τρόπο την συμφωνία σε μία προοπτική. Συναίνεση σε ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που είναι ετεροβαρές, μονοσήμαντο σε σχέση και με τα έσοδα αλλά και με τις δαπάνες του δημοσίου, ιδιαίτερα δύσκολο για μια χώρα που δεν αναζητάει τρόπους αύξησης του ΑΕΠ, που δεν έχει κλαδικές και στοχευμένες πολιτικές ενδυνάμωσης του παραγωγικού ιστού, που για να αποκτήσει πρωτογενές πλεόνασμα δεν χρειάζεται μόνο να κόψει αλλά και να αυξήσει, όχι φόρους αλλά παραγωγικό διαθέσιμο. Συναίνεση λοιπόν όχι με έναν τρόπο διαλόγου, κατάθεσης προτάσεων, αντιπαράθεσης επιχειρημάτων και τελικά συναπόφασης, με μια διαπραγμάτευση δηλαδή win-win, αλλά αποδοχή ενός προαποφασισμένου μοντέλου.
Τα τελευταία χρόνια το συναινετικό επιχείρημα έχει οδηγήσει τις πολιτικές δυνάμεις σε μια μεσοποίηση, σε μια λογική του μέσου όρου. Σε σύγκλιση δηλαδή των εφαρμοζόμενων πολιτικών γύρω από ένα πρότυπο συνεχούς νεοφιλελεύθερης “προόδου”. Για να επιτευχθεί αυτό, τα ίδια τα πολιτικά κόμματα μεταλλάχτηκαν σε μεταδημοκρατικά κόμματα όπου οι αποφάσεις παίρνονται από ένα στενό κύκλο τεχνοκρατών και ειδικών image makers χωρίς να ρωτηθεί το κομματικό ακροατήριο ή ακόμα και όταν έμπαινε σε αυτή την διαδικασία, τα διαμεσολαβητικά στάδια ήταν ανύπαρκτα. Στην ελληνική πραγματικότητα τα παραδείγματα είναι χαρακτηριστικά. Η πολιτική της ΝΔ επί Κώστα Καραμανλή καθοριζόταν από επικοινωνιολόγο και ειδικό επί της εικόνας, ενώ η πρόσφατη πολιτικά “νηπιακής” μορφής πρωτοβουλία του Γ. Παπανδρέου αποφασίστηκε σε έναν στενό κύκλο ειδικών. Και οι δύο περιπτώσεις ζωγραφίζουν το μεταδημοκρατικό προσωπείο των ελληνικών κομμάτων εξουσίας. 'Έτσι εκτράφηκε η λογική του “όλοι ίδιοι είναι” και του απέραντου μηδενισμού που είναι πια παρών σε κάθε κοινωνική δραστηριότητα.
Ταυτόχρονα η πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή για το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα δημιουργεί όλα εκείνα τα διλήμματα που δύσκολα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως διαιρετικές τομές στο πολιτικό τοπίο. Συναίνεση ή κατάρρευση. Μεσοπρόθεσμο ή χρεωκοπία. ΄Οχι πλαστά διλήμματα αλλά αντιφατικά και δυσκόλως αποδείξιμα. Γιατί είναι δύσκολο να αποδείξεις ότι αν επέλθει συναίνεση δεν θα υπάρχει οικονομική κατάρρευση. Όπως δύσκολο είναι να αποδείξεις ότι με την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου και την εκταμίευση της 5ης δόσης θα υπάρχει όχι μόνο ανάταξη της οικονομίας αλλά και η όποια ισχνή αναπτυξιακή προοπτική. Άλλωστε το μόνο σίγουρο είναι ότι η Ελλάδα κερδίζει απλώς λίγο χρόνο. Χρόνο όμως που τρέχει διαφορετικά για μας από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους.
Μία πρόταση θα ήταν ότι αντί να καταναλώνουμε χρόνο και σκέψη για μια ιδιότυπη συναίνεση που αυτοαναφέρεται σε ένα χωρίς πρόσημο εθνικό συμφέρον, θα έπρεπε ήδη να έχουμε προχωρήσει σε μια ουσιαστική ανταλλαγή θέσεων προς ένα κοινωνικό μορατόριουμ. Αυτό σημαίνει ότι οι τρεις κύριοι παράγοντες παραγωγής και διανομής του πλούτου να αναζητήσουν μια συμφωνία όπου όλοι θα βάλουν νερό στο κρασί τους. Οι εργαζόμενοι να αποδεχτούν μια τριετή σταθεροποίηση ή έστω με ελάχιστη αναλογική μείωση του μισθού τους. Οι εργοδότες να αποδεχτούν μια τριετή πολιτική μείωσης του περιθωρίου κέρδους τους, ώστε και οι τιμές να αντισταθούν στις πληθωριστικές πιέσεις αλλά και να αυξηθεί η όποια ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους. Το κράτος να πραγματοποιήσει όλες εκείνες τις διαρθρωτικές αλλαγές που είναι αναγκαίες (σταθερό φορολογικό με μερική δυνατότητα άσκησης φορολογικής πολιτικής στους ΟΤΑ, κίνητρα επενδύσεων, πλαφόν στους μισθούς του δημοσίου, μείωση του δημόσιου με ταυτόχρονη αξιολόγηση των υπαλλήλων σπάσιμο των πελατειακών δεσμών, καταπολέμηση διαφθοράς και σπατάλης κα). Διάφοροι κολοφώνες της οικονομικής επιστήμης θα αντιπαρέρχονταν σε ένα τέτοιο μορατόριουμ θεωρώντας ότι κυρίαρχο μέλημα μας πρέπει να είναι η μείωση των ελλειμμάτων με οποιοδήποτε τρόπο. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να γίνει μόνο με την μονοσήμαντη αύξηση των εσόδων, κρεμώντας τον φορολογικό πέλεκυ επί δικαίων και αδίκων, αλλά με μια γενναία πολιτική που θα αναζητά και τρόπους αύξησης του παραγόμενου πλούτου αλλά και μείωσης του κόστους παραγωγής αυτού του πλούτου. Κι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τις δαπάνες του δημόσιου τομέα, αλλά και με το κόστος του ιδιωτικού, ο οποίος σε ελάχιστες περιπτώσεις έχει επενδύσει σε πολιτικές μείωσης των δαπανών του πέραν του εργατικού κόστους.
Αυτά όμως απαιτούν πολιτικούς και πολιτικές με διαφορετικές στοχεύσεις από τα μέχρι τώρα γνωστά δεδομένα. Απαιτούν νέους κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς. Και δεν είναι κενό λόγου αυτή η φράση. Η ρήξη με το παρελθόν απαιτεί έναν νέο οικονομικό και πολιτικό πολιτισμό με υψηλή κοινωνική ευθύνη , αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα Πάνω από όλα όμως απαιτεί ανήσυχους και συνάμα ορθολογικούς πολίτες. Πολίτες που δεν θα αγανακτούν μόνο όταν αρχίζουν να περιορίζονται τα κεκτημένα τους, αλλά και όταν η αδικία και η άνιση μεταχείριση στις ευκαιρίες και τους πόρους θα είναι παρούσες για το σύνολο της κοινωνίας. Κάτι τέτοιο όμως χρειάζεται μια νέα οπτική αντιμετώπισης του κοινού καλού. Και αυτό για να συμβεί θα πρέπει να αλλάξουν οι γενιές. Μέχρι τότε θα παλεύουμε με το χρέος, το έλλειμμα και την συναίνεση.