Αναμφισβήτητα η τραγικότητα της στιγμής δεν αναιρεί με κανένα τρόπο το ίδιο το γεγονός ή τις παράπλευρες συνέπειές του. Ούτε φυσικά αναιρείται η όποια ένσταση υπάρχει για τους «ηθικούς αυτουργούς». Αυτό όμως που θα πρέπει να μας οδηγήσει σε έναν αναστοχασμό του τρόπου επίτευξης του επιθυμητού είναι το όριο. Όριο για το μέχρι που μπορεί κανείς να φτάσει για να πετύχει το δικό του, για να εφαρμόσει τις απόψεις του ή ακόμη για να πείσει συμπολίτες με διαφορετικούς αξιακούς κώδικες.
Ο Giorgio Agamben υποστήριξε ότι οι εξουσιαστικοί μηχανισμοί δημιουργούν διαχρονικά μια ιδιότυπη μορφή ενός homo sacer. Ενός νεκροζώντανου δηλ. υποκειμένου το οποίο έχει φθάσει στο κατώτερο επίπεδο διαβίωσης. Αφαιρείται όλη η Ουσία, το Πνεύμα, η Ταυτότητα και υπάρχει μόνο το Σώμα το οποίο είναι βορά στις διαθέσεις του Κυρίαρχου. Αναφέρει χαρακτηριστικά την συμπεριφορά των ναζί απέναντι στους Εβραίους καθώς και τους κρατούμενος του Γκουαντάναμο. Έτσι δημιουργούνται ευκόλως διαχειρίσιμα από την εξουσία ανθρώπινα υποκείμενα (ακόμη και με την ανταλλαγή βιομετρικών δεδομένων) με άμεσο αποτέλεσμα τον πλήρη έλεγχο των δρώντων.
Στο ίδιο αποτέλεσμα οδηγούμαστε ξεκινώντας από μια άλλη αφετηρία. Με σκοπό την κατάργηση των υπαρχόντων δομών εξουσίας κατατίθεται από μέρους της εξεγερσιακής και ριζοσπαστικής κοινότητας η άποψη ότι ο τρόπος επίτευξης του επιθυμητού μπορεί να εμπεριέχει βία, πόλεμο, τρόμο στον αντίπαλο. Αυτό μας οδηγεί στη λογική του «σκοπού που αγιάζει τα μέσα», αλλά και σε μια απλούστευση της συνθετότητας λόγω έλλειψης διάκρισης και διαφοροποίησης. Δηλαδή σε μια ταύτιση πλούτου και πλουσίων, τράπεζας και τραπεζοϋπαλλήλων, «αστών» και «απεργοσπαστών». Η ταύτιση αυτή με ταυτόχρονη άσκηση ανεξέλεγκτης εξατομικευμένης βίας δημιουργεί έναν διαφορετικό, αλλά ίδιας νοηματικής προέλευσης, τύπο homo sacer. Οι υπάλληλοι της Marfin στην επόμενη απεργιακή συγκέντρωση θα νιώθουν νεκροζώντανα υποκείμενα, έρμαια στις διαθέσεις ή τον οίκτο που θα επιδείξουν είτε οι εργοδότες είτε οι αυτοανακηρυσσόμενοι αντιεξουσιαστές - επαναστάτες.
Μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο, που είναι πάρα πολύ πιθανό να είναι πραγματικότητα, αξίζει τον κόπο να εξετάσουμε τον τρόπο αντιμετώπισης της βίας από διάφορα πολιτικά ρεύματα της αριστεράς. Υπάρχει μια αντίληψη που ενυπάρχει σε πολλές επιχειρηματολογίες και αναφέρεται στο ότι «στις μάχες υπάρχουν και θύματα». Αυτή η επέκταση της σμιντιανής αντίληψης περί φίλου/εχθρού είναι σαφέστατα επικίνδυνη για τη δημοκρατία και λειτουργεί μέσω μιας ωφελιμιστικής αντίληψης για την πολιτική. Η υποβάθμιση δηλαδή της αξίας της ανθρώπινης ζωής σε σχέση με το «κοινό καλό» (ακόμη και της αριστεράς) το μόνο που επιτυγχάνει είναι να μην χειραφετεί αλλά να υποδουλώνει, να μην ξυπνάει συνειδήσεις αλλά να αποκοιμίζει τα πάθη, να δημιουργεί πειθήνια αλλά και θρασύδειλα υποκείμενα.
Ταυτόχρονα υπάρχει μια τάση δικαιολόγησης της όποιας πράξης βίας η οποία ενδύεται ιδεολογικο-πολιτικό μανδύα. Με την προοπτική μιας τελεολογικής αντίληψης περί εξέγερσης ακυρώνεται οποιαδήποτε αντίληψη ενάντια στη βία με οποιοδήποτε επιθετικό προσδιορισμό κι αν ορίζεται αυτή. Νομιμοποιείται έτσι η βία ως αποδεκτό μέσο πολιτικής πάλης όπως αναφέρει και ο Σάκης Παπαθανασίου. Αυτή τη στάση δικαιολόγησης της αριστεράς απέναντι στη βία πολύ χαρακτηριστικά την περιγράφει και την αναλύει η κ. Σώτη Τριανταφύλλου. Σε αυτό το πλαίσιο δικαιολόγησης εντάσσεται και η άποψη περί ηθικής αυτουργίας για το τριπλό έγκλημα στην Marfin. Έτσι όμως δημιουργούνται μονομπλόκ σκέψης, ανέφελη απλουστευτικότητα και θεοποίηση της Πράξης. Με άλλα λόγια ενυπάρχει μια λατρεία της άμεσης δράσης απέναντι σε οποιαδήποτε διαμεσολάβηση. Μια οπισθοχώρηση της Σκέψης σε σχέση με την Πράξη. Η Σκέψη δηλ. προσπαθεί να δικαιολογήσει, να περιβάλλει και όχι να διαμορφώσει. Η νόηση, η λογική δεν έχει καμία αξία μπροστά στο υπέρτατο της δράσης. Έτσι όμως ακυρώνονται χωρίς κανέναν όρο οι αξίες και τα ιδανικά του Διαφωτισμού.
Αυτή η άποψη προφανώς και είναι αδιέξοδη. Οδηγεί σε τοίχο. Οποιαδήποτε πρόταξη αλλαγής του πολιτικού συστήματος, ακόμη και της πιο ριζοσπαστικής δεν μπορεί παρά να έχει περιορισμούς. Θα υποστήριζα με σαφήνεια ότι ο βασικός περιορισμός που είναι αναγκαίο να τεθεί είναι η ίδια η ανθρώπινη ζωή. Σωστά υποστηρίχτηκε ότι η ζωή είναι αξία αναπαλλοτρίωτη. Ταυτόχρονα θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι άλλοι τέτοιοι περιορισμοί είναι η ελευθερία της σκέψης και της συνείδησης, οι ελευθερίες του προσώπου και της σωματικής ακεραιότητας, ο πλουραλισμός. Κατ’ επέκταση η ίδια η δημοκρατία. Και είναι γεγονός πως σε μια περίοδο κρίσης της δημοκρατικής νομιμότητας δεν υπάρχει πιο ριζοσπαστικό και πιο αριστερό από το να υπερασπιστεί κάποιος τη μη βία, τη δημοκρατία και τους θεσμούς της. Η δημοκρατία πια όχι απλώς ως μέσο αλλά και ως σκοπό.