Στο παρακάτω άρθρο του κ. Ανδρέα Πανταζόπουλου που δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία του Σαββάτου καταγράφεται με ιδιαίτερη σαφήνεια η ανεπάρκεια του πολιτικού λόγου των ελληνικών κομμάτων για τις ευρωεκλογές. Επειδή οι ιδέες κατατίθενται αρκετά συμπυκνωμένα και με πολλές αιχμές δεν μπορούσα παρά να το ποστάρω ολόκληρο. Άλλωστε για το δημοκρατικό έλλειμμα που έχει η Ευρώπη δεν φταίει μόνο η θεσμική υπόσταση της ΕΕ αλλά και τα εθνικά κόμματα, μιας και η κουβέντα περί του μέλλοντος της Ευρώπης υπολείπεται της εσωτερικής κατανάλωσης και των κουτσομπολιών περί κούρασης. Κατ' επέκταση βέβαια μερίδιο της ευθύνης έχουμε κι εμείς, αφού σε περίοδο κρίσης αναζητούμε εσωτερικούς εχθρούς (τους βρίσκουμε στα πρόσωπα των άμοιρων οικονομικών μεταναστών) και εξωτερικούς εχθρούς (κουτόφραγκοι) οι οποίοι θέλουν να αλώσουνε την αθάνατη ελληνική ψυχή.
"Δύο μήνες απομένουν μέχρι τις ευρωεκλογές του προσεχούς Ιουνίου και η σχετική δημόσια συζήτηση εξαντλείται σε δημοσκοπήσεις για τα ποσοστά των κομμάτων.
Φαίνεται γι’ άλλη μια φορά ότι και αυτή η μάχη έχει εκ των προτέρων, και επί της ουσίας, χαθεί: Η ευρωπαϊκή προοπτική αδυνατεί να μετασχηματιστεί σε εσωτερικό, εθνικό πολιτικό ζήτημα, να επιβάλει τις δικές της προτεραιότητες, τις δικές της κοινωνικο-πολιτικές διαιρέσεις. Και μάλιστα εν μέσω διεθνούς οικονομικής κρίσης. Οπως μας λένε οι δημοσκοπήσεις, θα ψηφίσουμε και πάλι «εθνικά», έχοντας δηλαδή κατά νου τον εσωτερικό πολιτικό ανταγωνισμό και τις αντίστοιχες ταυτίσεις. Υπάρχει ένα μείζον και επανερχόμενο πρόβλημα «Ευρώπη», που δεν το συζητάμε, με βασική ευθύνη των πολιτικών κομμάτων αλλά και των ΜΜΕ ή, όταν το προσεγγίζουμε, το αντιμετωπίζουμε με πολεμικούς-θυματικούς όρους: Τα «δεινά» που μας επιφυλάσσει η γραφειοκρατία των Βρυξελλών, το ευρώ που ακρίβυνε την καθημερινότητά μας, τα ελλείμματα και το χρέος, η «επιτήρηση». Ετσι, όταν οι κυβερνήσεις μας πάνε στις Βρυξέλλες, το κάνουν για να «δώσουν μάχες» για την υπεράσπιση των σχεδόν πάντα απειλούμενων συμφερόντων μας. Αυτός ο εθνοκεντρικός ευρωπαϊσμός μας είναι το διαρκές μοτίβο των επιχειρημάτων μας, ο άξονας μιας εργαλειακής συζήτησης για την Ευρώπη και το μέλλον της.
Ποτέ δεν έχουμε προβληματιστεί δημόσια και με στοιχειώδη σοβαρότητα για το τι μέλλον έχει το «έθνος», η ιδέα του και η κυριαρχία του, σε συνθήκες ευρωπαϊκής ενοποίησης. Κανένα πολιτικό κόμμα δεν έχει θέσει με σαφήνεια ένα τέτοιο μείζον πρόβλημα, που αποτελεί κεντρικό ζήτημα για το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, πέρα από περιττές και επικίνδυνες, αποκλειστικές, εθνικο-κυριαρχικές αντιλήψεις, αλλά και σε ρήξη με άκρως ιδεολογικοποιημένους και εξωραϊσμένους αγοραίους «κοσμοπολιτισμούς» που σάρωσε η χρηματοπιστωτική κρίση. Αλλά ένα από τα μείζονα θέματα που αναδεικνύουν εκ των πραγμάτων αυτές οι ευρωεκλογές είναι ακριβώς αυτό: Η σχέση εθνικού-ευρωπαϊκού σε συνθήκες διεθνούς κρίσης: αλληλοαποκλεισμός ή συνεύρεση και υπό ποιούς όρους; Μαθαίνω, για παράδειγμα, ότι διεθνή έγκυρα επιστημονικά κέντρα προσανατολίζουν το ερευνητικό τους ενδιαφέρον στη μελέτη αυτής της δύσκολης σχέσης. Σε ποιο βαθμό και με ποιο τρόπο τα εθνικά κόμματα ενσωματώνουν στις προγραμματικές τους θέσεις την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, αλλά και ποια τύχη θα επιφυλαχθεί σε αυτές από τη λαϊκή τους δεξίωση.
Αν τα εθνικά κόμματα υιοθετούσαν μια τέτοια ατζέντα, αν επιχειρούσαν να παρουσιάσουν στους ψηφοφόρους δικές τους σκέψεις και προτάσεις γι’ αυτή τη νέα και δύσκολη πραγματικότητα άρθρωσης εθνικού/ευρωπαϊκού, τότε θα μπορούσαν να είναι εντελώς σύγχρονα και ωφέλιμα εργαλεία για το κοινό καλό. Γιατί θα συναντούσαν, για παράδειγμα, μία βασική αιτία της δικής τους κακοδαιμονίας, της δικής τους κοινωνικής απονομιμοποίησης, που οφείλεται, κυρίως, στην απόσταση που τα χωρίζει από ευρύτερες κοινωνικές ανάγκες και αγωνίες. Ιδιαίτερα η Αριστερά, σε όλες τις αποχρώσεις της, θα έβρισκε μπροστά της και πάλι, με έγκυρο και επίκαιρο τρόπο, το λεγόμενο «κοινωνικό ζήτημα» και τη μαγική λέξη κοινωνική «προστασία», που φαίνεται να συνιστά έναν από τους κρισιμότερους παράγοντες νομιμοποίησης της ευρωπαϊκής προοπτικής. Το διακύβευμα αυτών των ευρωεκλογών θα μπορούσε να είναι η απόπειρα επιβολής μιας δημόσιας συζήτησης για τις δυνατότητες ανάκτησης από την πολύμορφη εθνικο-λαϊκιστική ρητορική κοινωνικών δυνάμεων που δεν της ανήκουν. Για τη δημοκρατική Αριστερά, αυτό θα σήμαινε επαναπατρισμό της στα κοινωνικά της ερείσματα, πέρα από μοδάτους «αντιστασιακούς» ριζοσπαστισμούς, αλλά και σε σύγκρουση με κεντρώες ψευδαισθήσεις που απονευρώνουν την ευρωπαϊκή προοπτική."