Τα αποτελέσματα των εκλογών του Σεπτεμβρίου αλλά και οι μετεκλογικές δημοσκοπήσεις, δημιούργησαν μια ιδιαίτερη ευφορία στα μέλη και τα στελέχη του ΣΥΝ. Μια ευφορία που χαρακτηρίστηκε από εκλάμψεις αυτοεπιβεβαίωσης κάποιων αλλά και προβληματισμού από κάποιους άλλους. Κυρίως τα στελέχη της λεγόμενης πλειοψηφίας του κόμματος προσπάθησαν να δείξουν ότι η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αυτή που με τη στρατηγική της σημασία προσδιόρισε το αποτέλεσμα. Η επιχειρηματολογία αυτή συνεχίστηκε και στο μόλις περατωθέν 5ο Συνέδριο του ΣΥΝ.
Είναι πασίδηλο βέβαια ότι η προεκλογική εικόνα αλλά και η διατυπωμένη πολιτική ατζέντα δεν ήταν, επ’ ουδενί ,απόρροια της διακήρυξης του ΣΥΡΙΖΑ. Θα υποστηρίζαμε εδώ ότι η πολιτική οξύνοια του Α. Αλαβάνου οδήγησε και την προεκλογική συζήτηση αλλά και τις διαφαινόμενες ελπίδες από μερίδα των πολιτών, σε άλλα μονοπάτια από αυτά της διακήρυξης. Θα λέγαμε δηλαδή ότι για μια ακόμη φορά η κοινωνία απέδειξε ότι το βλέμμα είναι στραμμένο στο δάσος και όχι στο δέντρο. Ότι το ουσιώδες της ανάδειξης μιας εναλλακτικής πρότασης για τη χώρα και του ξεπεράσματος της κρίσης απαξίωσης του πολιτικού συστήματος προς προοδευτικότερες κατευθύνσεις είναι αξιολογικά σημαντικότεροι παράγοντες σε σχέση με την Οκτωβριανή επανάσταση και τις επιπτώσεις της.
Είναι γεγονός ότι πολλοί υποστηρίζουν ότι ζούμε το τέλος της Μεταπολίτευσης. Πιο συγκεκριμένα αναφέρονται το τέλος του δικομματισμού. Θα λέγαμε, με μεγαλύτερη ίσως σαφήνεια ότι διαβιούμε την εποχή της μετα-Μεταπολίτευσης. ¨Ένα πολιτικό σκηνικό δηλαδή συνεχώς διαμορφούμενο, συνεχώς ανανεωνόμενο και ταυτόχρονα τόσο διφορούμενο που τα αναλυτικά εργαλεία σκέψης που υπάρχουν από τις προηγούμενες δεκαετίες αποδεικνύονται ανίκανα να εφαρμόσουν ένα αυτόνομο μοντέλο ανάλυσης της σημερινής πραγματικότητας. Αυτό δείχνει ότι όποια πολιτική οντότητα μπορεί να συνδυάσει απόψεις, ιδέες, πρακτικές, γίνει δηλαδή πιο πολυσυλλεκτική, και ταυτόχρονα παρουσιάσει ένα επικαιροποιημένο πρόγραμμα για τη χώρα με όραμα, προοπτική και σαφήνεια προτεραιοτήτων, είναι αυτή που θα οδηγήσει και τις εξελίξεις στο άμεσο μέλλον.
Σε ένα τέτοιο μετασχηματιζόμενο πολιτικό περιβάλλον η Αριστερά δεν μπορεί να είναι απούσα. Αντίθετα πρέπει να είναι πρωταγωνίστρια και δημιουργός των εξελίξεων. Πρέπει να παράγει πολιτικά γεγονότα που θα ταρακουνούν τα λιμνάζοντα νερά του συστήματος αλλά ταυτόχρονα θα καταθέτει και θα υπερασπίζεται την εναλλακτική της πρόταση. Μια πρόταση που θα εμπνέεται από τον κόκκινο μεταρρυθμισμό και τον πράσινο ριζοσπαστισμό, από την υπεράσπιση του δημόσιου χώρου και την χρήση του προς όφελος του κοινού καλού, από έναν αριστερό ευρωπαϊσμό που θα στοχεύει στην πολιτική ενοποίηση μιας Ευρώπης κοινωνικής, οικολογικής, δημοκρατικής, φιλειρηνικής, που θα στέκεται απέναντι από κάθε είδους μορφής ανάπτυξης που δε σέβεται το περιβάλλον ενώ ταυτόχρονα θα δίνει αναπτυξιακή προοπτική μέσα από ένα διαφορετικό μοντέλο.
Μια πρόταση που μπορεί να αγγίζει ταυτόχρονα τους μισθωτούς της μεσαίας τάξης και τους νέους εργαζόμενους των 400 ευρώ, που θα ορίζει άξονες εξωτερικής πολιτικής με γνώμονα το σεβασμό στο διεθνές δίκαιο, που θα ενισχύει το ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και θα οδηγεί σε μια ανασυγκρότηση του κράτους μέσω της αιρετής περιφερειακής διάρθωσης.
Ταυτόχρονα έχουμε ανάγκη από μία Αριστερά που δε θα κοιτάζει τις νέες τεχνολογίες με φόβο, που θα ενισχύει τις νέες μορφές συντροφικότητας, που θα αγωνίζεται με κάθε μέσο για τον εκσυγχρονισμό του δημοσίου. Μία Αριστερά που δεν θα λοιδορεί απόψεις και επιλογές αλλά με τον πολιτικό της λόγο και τις διακηρυγμένες θέσεις της θα μπορεί να αποδείξει το ορθό της πολιτικής της άποψης.
Στόχος πρέπει να είναι μια Αριστερά που δεν θα ανατροφοδοτείται από μύθους του παρελθόντος αλλά θα δημιουργεί ρεαλιστικά προτάγματα για τη νέα εποχή. Τη στιγμή που η κοινωνία απευθύνει ευήκων ους προς την Αριστερά, τη στιγμή που τις απευθύνεται η πρόσκληση-πρόκληση, δεν θα πρέπει να κανένα τρόπο να αφεθεί μετέωρη αυτή η πρόκληση. Αντίθετα πρέπει να αδράξει την ευκαιρία και να κάνει γνωστά τα δικά της επίδικα.
Εδώ κατά την ταπεινή μου γνώμη βρίσκεται και το στοίχημα της νέας ηγεσίας του ΣΥΝ. Μια ηγεσία που δεν πρέπει να είναι συναινετική – με τη λογική των εσωκομματικών ισορροπιών – άρα παραλυτική. Που δεν πρέπει να είναι ηγεσία του laissez faire και αναζήτησης του εσωτερικού εχθρού, άρα διαλυτική. Αλλά να είναι μια ηγεσία συνθετική και μετασχηματιστική προς όφελος και του κόμματος αλλά και της κοινωνίας. Να βρει δηλαδή εκείνη την κινητήριο δύναμη ώστε να λειτουργήσει μετασχηματιστικά για την Αριστερά, την πολιτική, την κοινοβουλευτική δημοκρατία και τη χώρα.