Από την στιγμή που έγιναν γνωστά τα πρώτα αποτελέσματα των εκλογών της 16ης Σεπτεμβρίου ήταν πρόδηλο ότι η κρίση στο ΠΑΣΟΚ θα σηματοδοτούσε τη μετεκλογική περίοδο. Μια κρίση που περνάει από χίλια μύρια κύματα, από εντάσεις και συμβιβασμούς, από υπεκφυγές και λόγια κοφτερά, μέχρι «υπονομεύσεις» και εξάρσεις «λαϊκισμού». Σ’ αυτή τη διαδικασία το πολιτικό έχει περάσει στην άκρη. Πρωταγωνιστεί η ικανότητα στο να κερδίσεις τον αντίπαλο, οι σχέσεις με τα ΜΜΕ, τα δίκτυα υποστήριξης των υποψηφίων, οι πιπεράτες παραπολιτικές ιστορίες στα τραπέζια και σε διάφορες περιφέρειες και γενικά μια στυφή απομίμηση του life style κόσμου των μεσημεριανών κουτσομπολίστικων εκπομπών.
Περιμένοντας από τις κατεξοχήν εφημερίδες που υποστηρίζουν το χώρο της σοσιαλδημοκρατίας ή της «κεντροαριστεράς» να ανοίξουν τη κουβέντα, επί πολιτικού πλέον, απογοητεύτηκα γιατί δεν υπήρξε κάτι σημαντικό. Αντίθετα μια ιστορική εφημερίδα της Αριστεράς – η Αυγή – αναζητά τα αίτια της κρίσης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας «με συνείδηση ότι συνυπάρχουν οι ομοιότητες, οι συνάφειες, οι διαφορές και οι ιδιαιτερότητες». Δίνω μερικές απόψεις των συμμετεχόντων στην έρευνα.
Ο Κώστας Βεργόπουλος δηλώνει ότι «δεν βρίσκεται σήμερα σε κρίση η πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή η πολιτική του κοινωνικού μεταρρυθμισμού, αλλά τα κόμματα που την έχουν εγκαταλείψει», ενώ ο Χριστόφορος Βερναρδάκης εκτιμά ότι «η εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ έχει πάψει προ πολλού να είναι αριστερή ή κεντροαριστερή και έχει κινηθεί σε μεσαίες, αμφίσημες, ουδέτερες και συντηρητικές ιδεολογικές και πολιτικές αξίες». Καταλήγει δε στο ότι «το ΠΑΣΟΚ δε θα καταφέρει να διαχειριστεί την πολύπλευρη κρίση του, η οποία βεβαίως ξεπερνά κατά πολύ το πρόβλημα ηγεσίας που τίθεται σήμερα. Το πιθανότερο είναι ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας ριζικής αλλαγής στο κομματικό σύστημα της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας».
Ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης αναφέρεται σε έξι ιδιομορφίες του ΠΑΣΟΚ σε σχέση με τα συγγενή ευρωπαϊκά κόμματά του, τις οποίες τις χαρακτηρίζει και ως «βαρίδια». Πρώτη ιδιομορφία είναι το εγγενές πρόβλημα δημοκρατικού ελλείμματος. Δεύτερη η θολή και γενικόλογη κοινωνική αναφορά του ΠΑΣΟΚ με δυνάμεις της εργασίας, χωρίς οργανωτικές και λειτουργικές δεσμεύσεις. Τρίτον η μετατροπή των τάσεων κυβερνητισμού σε πλήρη κρατικοποίηση του ΠΑΣΟΚ. Τέταρτον οι μεταλλάξεις του αυτοπροσδιορισμού του. Πέμπτον η προσχώρηση της σοσιαλδημοκρατίας στα προτάγματα των διαφόρων εκδοχών του νεοφιλελευθερισμού και έκτον οι διαδικασίες εκλογής της νέας ηγεσίας. Έτσι συμπεραίνει ότι «αν όλα αυτά έχουν κάποια βάση αλήθειας, η κρίση του ΠΑΣΟΚ είναι τόσο βαθιά που δεν αμφισβητεί μόνο την αριστερή φυσιογνωμία του αλλά υπονομεύει και την κυβερνητική προοπτική».
Ο Γιάννης Μηλιός σημειώνει ότι « η μαγιά από την οποία οικοδομείται το ΠΑΣΟΚ σήμερα συντίθεται από το ετερόκλητο μείγμα πολιτικής ανεπάρκειας και αυτιστικής ματαιοδοξίας που φυτρώνει στο οργανωτικό και λειτουργικό no man’s land: δεν είναι τυχαίο ότι η όποια προσπάθεια ανανέωσης του στελεχιακού δυναμικού του κόμματος προσέκρουσε στην ανυπαρξία κοινωνικών αναφορών», ενώ ο Ευκλείδης Τσακαλώτος αναφέρει ότι «με το να μην διαφοροποιούνται (σ.σ. οι σοσιαλδημοκράτες) στο πεδίο τη οικονομικής πολιτικής έκαναν πιο εύκολη τη δουλεία των δεξιών αντιπάλων τους να κινητοποιούν τα λαϊκά στρώματα σε μια πιο πολιτιστική (πατρίς-θρησκεία-οικογένεια) και αυταρχική ατζέντα. Το δίλημμα για τους σοσιαλδημοκράτες είναι είτε να υιοθετήσουν αυτή την ατζέντα είτε να αποδεσμευτούν από το οικονομικό μοντέλο».
Τέλος ο Ανδρέας Πανταζόπουλος επισημαίνει ότι «το σημερινό διακύβευμα για τη σοσιαλδημοκρατία δεν είναι αν θα κάνει «αριστερή» ή «δεξιά» στροφή, αλλά αν θα επιχειρήσει την έξοδο της από τις αντιπολιτικές ψευδαισθήσεις του φιλελευθερισμού. Για να το πούμε διαφορετικά: η έτσι νοούμενη αναπολιτικοποίησή της συνιστά μια αριστερή στροφή». Καταλήγει δε στο ότι «το σημαίνον «Παπανδρέου» λειτουργεί. Γιατί ένα πολιτικό κόμμα είναι και μια μνημονική κοινότητα, είναι ταυτόχρονα ένα μουσείο, μια αποθήκη αρχείων, ένα κατάστημα με σουβενίρ, ένα άλμπουμ κιτρινισμένων φωτογραφιών και ενός λεπτού σιγή».