25 Μαΐου 2007

Η μη πληρότητα μιας πρότασης

Το 1936 ο μεγάλος Αυστριακός μαθηματικός Κουρτ Γκέντελ πρότεινε και απέδειξε το Θεώρημα της μη πληρότητας. Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του 20ου αιώνα, μαζί με τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν και την αρχή της απροσδιοριστίας του Χάισενμπεργκ, κατέρριψε την οποιαδήποτε φορμαλιστική απόπειρα για την δημιουργία ντετερμινισμών είτε στο πεδίο των μαθηματικών, είτε σε κοινωνικό επίπεδο. Σχηματικά το πιο πάνω θεώρημα έλεγε ότι σε ένα τυπικό και συνεπές σύστημα υπάρχουν προτάσεις που μπορεί να είναι αληθείς αλλά πιθανόν να μην είναι αποδείξιμες.

Μεταφέροντας το θεώρημα στην πολιτική όπου εδώ και χρόνια έχει αποδειχτεί ότι δεν υπάρχουν ντετερμινισμοί, απορρίπτοντας πλήρως την με αυτόματο πιλότο δημιουργία μιας άλλης κοινωνίας (από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό και κατόπιν στον κομουνισμό), μπορούμε να σχολιάσουμε, πάντα με την όποια αβεβαιότητα γεννάται από τις πολλές παραμέτρους, ένα σύνθημα που προτείνεται από συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους.

"Με την ενωτική αριστερά για την ανατροπή του δικομματισμού".

Καταρχήν θα πρέπει να δείξουμε ότι πιθανόν είναι μια αληθής πρόταση. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι η ευρωπαϊκή πολιτική συγκυρία δεν ευνοεί τη δημιουργία ενός τρίτου πόλου στα αριστερά του πολιτικού φάσματος ο οποίος θα έχει και την όποια δυναμική για την κατάκτηση της εξουσίας. Αυτό συμβαίνει και γιατί τα συμπεράσματα από την κατάρρευση του υπαρκτού δεν έχουν πλήρως αποκωδικοποιηθεί, αλλά και γιατί η τάση της εποχής, δυστυχώς, είναι η αμερικανοποίηση της πολιτικής σκηνής. Δηλαδή η δημιουργία και η αντιπαλότητα δύο μεγάλων πολιτικών ρευμάτων, τα οποία μετεξελίσσονται σε κόμματα-ομπρέλα, κάτω από τα οποία βρίσκουν στέγη οι διάφορες ιδεολογικές εκφράσεις. Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν στην Ιταλία και την Βρετανία. Σ’ αυτήν όμως την τάση υπάρχουν και διαφορετικές απόψεις. Υπάρχει η άποψη της ιδεολογικής καθαρότητας όπου κατά κύριο λόγο γίνεται δίκη προθέσεων παρά πράξεων. Δεν χωράνε δηλαδή διαφορετικές απόψεις στην γραμμή του κόμματος, η οποία αποφασίζεται από ένα κονκλάβιο υπεράνω της έκφρασης γνώμης των μελών ή των φίλων. Άλλωστε δεν είναι παράλογο η άποψη της πλειοψηφίας ενός κόμματος να είναι μειοψηφία στην κοινωνία. Υπάρχει η άποψη μιας διευρυμένης κοινωνικής και πολιτικής συνεργασίας που μπορεί να περιλάβει το κρίσιμο εκείνο μέγεθος των ενεργών πολιτών, όπου μέσα από μια διαφορετική οπτική γωνία, μπορεί να δώσει στην αριστερά μια πολύ σημαντική κοινωνική πλειοψηφία και να καταγραφεί ως μια προσπάθεια ιδεολογικής και πολιτικής ηγεμόνευσης.

Στην πράξη όσοι μιλούνε για την ενωτική αριστερά αναφέρονται στη συνένωση ή στη συμπόρευση πολλών αριστερών ομάδων οι οποίες χαρακτηρίζονται πολιτικά από διάφορους ηγέτες-διανοούμενους χωρίς αντίκρισμα και απήχηση στην κοινωνία. Θα λέγαμε ότι είναι θεμιτό να προτείνουμε την κοινή δράση της αριστεράς. Με ποιον όμως στόχο; Αν ο στόχος είναι η ανατροπή του δικομματισμού τότε αναμφίβολα θα υποστηρίζαμε ότι η συγκεκριμένη μεθοδολογία κάνει την πρόταση μη αποδείξιμη. Όταν μια πρόταση είναι μη αποδείξιμη με μια συγκεκριμένη μεθοδολογία, αλλά είναι αληθής, τότε αλλάζουμε μέθοδο. Αν όμως ο στόχος είναι η πολιτική και κοινωνική ηγεμονία τότε πρέπει να επαναφέρουμε τη συζήτηση για τον ορισμό της «ενωτικής αριστεράς». Κι αυτό είναι μια πολύ μεγάλη κουβέντα.

11 Μαΐου 2007

Ποδόσφαιρο και μάχη

Τελικός Champions League λοιπόν στην Αθήνα, και θα μου επιτρέψετε να μεταφέρω μερικές σκέψεις για τον βασιλιά των ομαδικών αθλημάτων. Υπάρχουν αρκετοί που πιστεύουν ότι μπορεί να υπάρξει διάκριση μεταξύ ποδοσφαίρου και πολιτικής. Κι όμως από την εποχή του Ψυχρού πολέμου και μετά είναι ηλίου φαεινότερο ότι το ποδόσφαιρο χρησιμοποιήθηκε αλλά και χρησιμοποίησε πολιτικές και κοινωνικές συγκυρίες. Πολιτικοί που βγαίνουν στα μπαλκόνια και ζητωκραυγάζουν για τις επιτυχίες ομάδων, αθλητές που εκμεταλλεύονται την προσωπική τους δόξα για να αρπάξουν πολιτικές θέσεις και πρωτεία, ανελεύθερα καθεστώτα που προτάσσουν την επιτυχία των εθνικών χρωμάτων ως ανωτερότητα του οικονομικού συστήματος ή και της φυλής. Όλα αυτά είναι δεδομένο ότι τα ξέρετε και ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα έχετε συζητήσει με τους φίλους σας ή τα έχετε σκεφτεί ή τα έχετε διαβάσει. Αναγνωρίζεται γενικώς άλλωστε ότι η παγκοσμιοποίηση διαπλέκει ακόμη περισσότερο την πολιτική με το ποδόσφαιρο.

Οι πρώτες ρίζες του ποδοσφαίρου ανευρίσκονται στον 13ο αιώνα όπου υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες στην Βρετανία για ένα έθιμο που σχετίζεται με τις Απόκριες και έχει να κάνει με την προσπάθεια δυο χωριών, που απέχουν μεταξύ τους περίπου τρία μίλια, να σκοράρουν στην αντίπαλη εστία. Συμμετέχουν όλοι οι κάτοικοι με αποτέλεσμα ένα τέλειο παγανιστικό παιχνίδι. Δεν θα πρέπει βέβαια να αγνοούμε και το ελληνικό παιχνίδι επίσκυρο και το ρωμαϊκό harpastum. Με τα χρόνια τέθηκαν κανόνες και το ποδόσφαιρο άρχισε να γίνεται πρόκληση για τους άρχοντες. Με άλλον πιο εύσχημο τρόπο θα μπορούσαμε να πούμε ότι έφτανε στο να δοκιμάζει τα όρια κοινωνικού ελέγχου των τοπικών και εθνικών κυβερνήσεων. Έτσι οι Εδουάρδοι Β' και Γ' απαγορεύουν το παιχνίδι, καθώς και το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Στην πράξη το ποδόσφαιρο γεννήθηκε ως αστική αναταραχή, ως αψήφηση του νόμου. Έτσι πολλές φορές με αφορμή αγώνα ποδοσφαίρου δημιουργούταν κοινωνικές αναταραχές με συγκεκριμένα αιτήματα. Στην καρδιά της σύγκρουσης βρισκόταν η διαφορά του εθίμου από το νόμο και η προσπάθεια της εξουσίας να αντικαταστήσει το πρώτο με το δεύτερο. Ο Τζων Στιούαρτ Μιλ υπερασπίστηκε το έθιμο: "Το έθιμο είναι ο ισχυρότερος προστάτης των ασθενών απέναντι στους δυνατούς". Σιγά σιγά οι εθιμικοί κανόνες γίνανε γραπτοί και το ποδόσφαιρο απορροφήθηκε από τις άρχουσες τάξεις. Οι πληβείοι μετατράπηκαν από συμμέτοχοι σε παθητικούς θεατές με αποτέλεσμα την παρακμή της προηγούμενης εποχής και τη έναρξη μιας νέας. Το τοπικό μετατράπηκε σε συλλογικό ή εθνικό. Το πείσμα και σκληρότητα των τοπικών αγώνων μετασχηματίστηκαν σε συναισθηματικό δέσιμο με συλλόγους και εθνικά κράτη.

Πως συνδέεται την σήμερον εποχή το ποδόσφαιρο με την διεθνή πολιτική κατάσταση; Ας πάρουμε για αρχή το περίφημο αμερικάνικο ποδόσφαιρο. Έχει συγκρούσεις, ταχύτητα, δύναμη και αποτελέσματα σε κάθε παιχνίδι. Όλες οι αμερικάνικες έννοιες ενσωματώνονται στη λογική ενός παιχνιδιού: πειθαρχία, ομαδική δουλειά, θάρρος για να αντεπεξέλθουν στα εχθρικά πυρά. Το αμερικάνικο ποδόσφαιρο στηρίζεται στην τακτική του ελιγμού και της συγκέντρωσης δυνάμεων με απώτερο στόχο την διείσδυση στις γραμμές του εχθρού. Απαιτώνται συνδυασμένες επιθέσεις με παίκτες που μπορούν να συνεισφέρουν με την ταχύτητά τους, τη δύναμή τους, τον αιφνιδιασμό αλλά και την τεχνολογία. Ο χώρος είναι πολύ σημαντικός και υπάρχει έντονη βία με αυστηρούς κανόνες. Τα παιχνίδια αρχίζουν με στοίχιση και τελειώνουν σχετικά γρήγορα. Αναλογιστείτε τώρα τον αμερικάνικο στρατό και προσπαθήστε να βρείτε αναλογίες. Είναι προφανώς κάτι περισσότερο από έκδηλες.

Αντίθετα το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο χαρακτηρίζεται από τη συνεχή κίνηση, τις λίγες αλλαγές αθλητών, το χαμηλό σκορ. Οι παίκτες εκμεταλλεύονται το χώρο, χωρίς ο χώρος να έχει ιδιαίτερη σημασία αφού το παιχνίδι ρέει συνεχώς, ψάχνουν τον αιφνιδιασμό και όχι την τακτική της δύναμης και της κυριαρχίας, αυτοσχεδιάζουν χωρίς να έχουν συνεχόμενη βοήθεια από το προπονητικό τημ. Ενώ το αμερικάνικο ποδόσφαιρο στηρίζεται στην πειθαρχία, την ομαδική δουλειά και το θάρρος, το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο μεγιστοποιεί πρακτικές όπως η διάσπαση, η παρεμπόδιση και απόσπαση της προσοχής. Γίνεται έτσι πιο ντελικάτο και πιο εστέτ σε σχέση με το αμερικάνικο ποδόσφαιρο.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο τρόπος ανάπτυξης των δύο παιχνιδιών αντικατοπτρίζεται και στις πολεμικές τακτικές που έχουν να αντιμετωπίσουν πιθανοί εμπόλεμοι. Το αμερικανικό ποδόσφαιρο προσιδιάζει την αμερικάνικη στρατιωτική μηχανή όπου η προσπάθεια της είναι με τη δύναμη και τον όγκο να επιβληθεί στον εχθρό. Αντίθετα το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο θυμίζει τόσο πολύ αντάρτικες τακτικές, γιατί απαιτεί αυτοσχεδιασμό παρά λεπτομερή σχεδιασμό, απαιτεί αιφνιδιασμό με αποτέλεσμα ακόμη και ομάδες με αριθμητική υπεροχή να ηττηθούν.

Ας κάτσουμε λοιπόν αναπαυτικά στον καναπέ μας και ας απολαύσουμε τους ευρωπαίους αντάρτες, έστω και χωρίς τον Τσε. Θα ξέρουμε ότι με μία διαφορετική προσέγγιση κάνουμε και τη δική μας αντίσταση στην αμερικανική κουλτούρα.

08 Μαΐου 2007

Ακροδεξιά και αντικαπιταλισμός

Στη δεκαετία του '90 η σοσιαλδημοκρατία έκανε τους συμβιβασμούς της για χάρη ενός "ρεφορμιστικού" νεοφιλελευθερισμού.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την κατάκτηση της εξουσίας σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Ταυτόχρονα, αυτή η "μετατόπιση" δημιούργησε ένα μεγάλο κενό εκπροσώπησης κοινωνικών στρωμάτων, κυρίως του κόσμου της εργασίας. Σε τέτοιες καταστάσεις ο Γκράμσι έλεγε ότι "η άμεση κατάσταση γίνεται επισφαλής, καθώς το πεδίο μένει ελεύθερο για όλες τις βίαιες λύσεις, για τη δράση σκοτεινών δυνάμεων, που τις αντιπροσωπεύουν οι χαρισματικοί άνδρες, οι άνδρες που έχουν έρθει να εκπληρώσουν μια αποστολή".
Έτσι βρήκε χώρο η λαϊκιστική δεξιά και ακροδεξιά για να σημειώσει εκλογικές επιτυχίες. Φυσικά όχι προβάλλοντας το πρόγραμμα της δεκαετίας του '80, αλλά υιοθετώντας αριστερή ορολογία και αντικαπιταλιστικούς αφορισμούς. Με αντιφατικά προγράμματα και θεωρίες υποδύονται τους συνήγορους των "χαμένων" της παγκοσμιοποίησης, προτάσσοντας την κριτική στον νεοφιλελευθερισμό. Παραδείγματος χάρη η ιταλική Λίγκα του Βορρά απορρίπτει την αντικατάσταση των κρατικών ρυθμίσεων από τους μηχανισμούς της αγοράς. Σκοπός όμως δεν είναι η ύπαρξη ενός κοινωνικού κράτους, αλλά η σφυρηλάτηση της ενότητας του πολιτισμού με μια συγκεκριμένη εθνότητα ώστε να αποφευχθεί η αλλοτρίωση.
Θεμέλιος λίθος είναι ο λαϊκιστικός εθνικισμός ο οποίος στηρίζεται στην εξής λογική: Η αυτοδιάθεση του λαού υποσκάπτεται από ξένες επιρροές (ιμπεριαλισμός) που υπάρχουν σε κοινωνικο-οικονομικό αλλά και σε πολιτιστικό επίπεδο. Οπότε εχθροί ανακηρύσονται οι πολυεθνικές επιχειρήσεις και οι υπερεθνικοί οργανισμοί (ΕΕ, ΝΑΤΟ), καθώς και οι αλλοδαποί κάτοικοι. Η μάχη, δηλαδή, είναι ενάντια στον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ και των πολυεθνικών. Η πολιτισμική ποικιλομορφία θεωρείται ολέθρια για το λαό. Το ίδιο και η παρουσία ξένων. Έτσι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις και η παρουσία των προσφύγων μεταφράζονται στις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Η ρατσιστική βία τότε μετατρέπεται σε πολιτική ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Το NPD στην Γερμανία στηρίζει την εκστρατεία του στο σύνθημα "Ναι στο μέλλον, όχι στην παγκοσμιοποίηση", και έχει χαρακτηριστικά "αντικαπιταλιστικά και αντιπαγκοσμιοποιητικά". Διατυπώνουν τη λύση μιας "εφικτής εναλλακτικής αντιπρότασης στο υπάρχον σύστημα" με έναν "ευρασιατικό συνασπισμό λαών".
Όλη αυτή η φρασεολογία οδήγησε, και οδηγεί ακόμη, πολλά κοινωνικά στρώματα, κυρίως τα χαμηλότερα οικονομικά, να ταυτίζουν την αδηφαγία του παγκόσμιου κεφαλαίου με την ύπαρξη των αλλοδαπών σε κάθε κοινωνία, και κατ' επέκταση να παρουσιάζονται ξενοφοβικά φαινόμενα και ρατσιστικές αντιλήψεις.
Όλα αυτά μπορούμε να τα συνδυάσουμε με την ελληνική πραγματικότητα και να αποκομίσουμε σημαντικά συμπεράσματα για την άνοδο επικίνδυνων αντικοινωνικών ομάδων και κομμάτων.

01 Μαΐου 2007

Ανθολόγιο Τιμής


Γιάννης Ρίτσος - Επιτάφιος (απόσπασμα)

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιε που αγάπαγες, κι ανέβαινες απάνω

Στο λιακωτό και κοίταζες, και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου, το φως της οικουμένης

Και μου ιστορούσες με φωνή, γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού, δεν φτάνουν τα χαλίκια

Και μου 'λεγες πως όλ' αυτά, τα ωραία θα ειν' δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε, το φέγγος κι η φωτιά μας