Το 1936 ο μεγάλος Αυστριακός μαθηματικός Κουρτ Γκέντελ πρότεινε και απέδειξε το Θεώρημα της μη πληρότητας. Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του 20ου αιώνα, μαζί με τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν και την αρχή της απροσδιοριστίας του Χάισενμπεργκ, κατέρριψε την οποιαδήποτε φορμαλιστική απόπειρα για την δημιουργία ντετερμινισμών είτε στο πεδίο των μαθηματικών, είτε σε κοινωνικό επίπεδο. Σχηματικά το πιο πάνω θεώρημα έλεγε ότι σε ένα τυπικό και συνεπές σύστημα υπάρχουν προτάσεις που μπορεί να είναι αληθείς αλλά πιθανόν να μην είναι αποδείξιμες.
Μεταφέροντας το θεώρημα στην πολιτική όπου εδώ και χρόνια έχει αποδειχτεί ότι δεν υπάρχουν ντετερμινισμοί, απορρίπτοντας πλήρως την με αυτόματο πιλότο δημιουργία μιας άλλης κοινωνίας (από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό και κατόπιν στον κομουνισμό), μπορούμε να σχολιάσουμε, πάντα με την όποια αβεβαιότητα γεννάται από τις πολλές παραμέτρους, ένα σύνθημα που προτείνεται από συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους.
"Με την ενωτική αριστερά για την ανατροπή του δικομματισμού".
Καταρχήν θα πρέπει να δείξουμε ότι πιθανόν είναι μια αληθής πρόταση. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι η ευρωπαϊκή πολιτική συγκυρία δεν ευνοεί τη δημιουργία ενός τρίτου πόλου στα αριστερά του πολιτικού φάσματος ο οποίος θα έχει και την όποια δυναμική για την κατάκτηση της εξουσίας. Αυτό συμβαίνει και γιατί τα συμπεράσματα από την κατάρρευση του υπαρκτού δεν έχουν πλήρως αποκωδικοποιηθεί, αλλά και γιατί η τάση της εποχής, δυστυχώς, είναι η αμερικανοποίηση της πολιτικής σκηνής. Δηλαδή η δημιουργία και η αντιπαλότητα δύο μεγάλων πολιτικών ρευμάτων, τα οποία μετεξελίσσονται σε κόμματα-ομπρέλα, κάτω από τα οποία βρίσκουν στέγη οι διάφορες ιδεολογικές εκφράσεις. Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν στην Ιταλία και την Βρετανία. Σ’ αυτήν όμως την τάση υπάρχουν και διαφορετικές απόψεις. Υπάρχει η άποψη της ιδεολογικής καθαρότητας όπου κατά κύριο λόγο γίνεται δίκη προθέσεων παρά πράξεων. Δεν χωράνε δηλαδή διαφορετικές απόψεις στην γραμμή του κόμματος, η οποία αποφασίζεται από ένα κονκλάβιο υπεράνω της έκφρασης γνώμης των μελών ή των φίλων. Άλλωστε δεν είναι παράλογο η άποψη της πλειοψηφίας ενός κόμματος να είναι μειοψηφία στην κοινωνία. Υπάρχει η άποψη μιας διευρυμένης κοινωνικής και πολιτικής συνεργασίας που μπορεί να περιλάβει το κρίσιμο εκείνο μέγεθος των ενεργών πολιτών, όπου μέσα από μια διαφορετική οπτική γωνία, μπορεί να δώσει στην αριστερά μια πολύ σημαντική κοινωνική πλειοψηφία και να καταγραφεί ως μια προσπάθεια ιδεολογικής και πολιτικής ηγεμόνευσης.
Στην πράξη όσοι μιλούνε για την ενωτική αριστερά αναφέρονται στη συνένωση ή στη συμπόρευση πολλών αριστερών ομάδων οι οποίες χαρακτηρίζονται πολιτικά από διάφορους ηγέτες-διανοούμενους χωρίς αντίκρισμα και απήχηση στην κοινωνία. Θα λέγαμε ότι είναι θεμιτό να προτείνουμε την κοινή δράση της αριστεράς. Με ποιον όμως στόχο; Αν ο στόχος είναι η ανατροπή του δικομματισμού τότε αναμφίβολα θα υποστηρίζαμε ότι η συγκεκριμένη μεθοδολογία κάνει την πρόταση μη αποδείξιμη. Όταν μια πρόταση είναι μη αποδείξιμη με μια συγκεκριμένη μεθοδολογία, αλλά είναι αληθής, τότε αλλάζουμε μέθοδο. Αν όμως ο στόχος είναι η πολιτική και κοινωνική ηγεμονία τότε πρέπει να επαναφέρουμε τη συζήτηση για τον ορισμό της «ενωτικής αριστεράς». Κι αυτό είναι μια πολύ μεγάλη κουβέντα.